Μια έρευνα για την ασφάλεια των οδηγών, που πραγματοποιήθηκε στην ιταλική ιστοσελίδα του Quattroruote αποκαλύπτει ότι η αραιή συχνότητα των ελέγχων και η επιδείνωση της όρασης λόγω συνηθισμένων ασθενειών επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά μας στο τιμόνι
των Emilio Deleido και Mario Rossi Απόδοση: Νίκος Μαρινόπουλος
Η Ευρώπη γερνάει. Ακόμα κι αν δεν έχετε μελετήσει τους πίνακες με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, σίγουρα το έχετε ακούσει. Η αύξηση της μέσης ηλικίας του πληθυσμού σημαίνει και αύξηση της μέσης ηλικίας των οδηγών. Μπορεί να μην αποτυπώνεται στα στοιχεία των απογραφών, αλλά η γήρανση του πληθυσμού έχει άμεσο αντίκτυπο στην όραση και επομένως στην ικανότητα οδήγησης. Το 90% των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την οδήγηση, περνάει από τα μάτια μας.
Έχοντας επίγνωση αυτής της πτυχής για την οδική ασφάλεια, διεξήγαμε μια σχετική έρευνα στην ιταλική ιστοσελίδα του περιοδικού (www.quattroruote.it) σε συνεργασία με μια πολυεθνική αλυσίδα οπτικών. Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, οι ερωτηθέντες είναι έμπειροι οδηγοί. Το 21% είναι κάτοχοι άδειας οδήγησης για περισσότερα από 40 χρόνια και το 22% από 30 έως 40 χρόνια. Το 65% των ερωτηθέντων είναι υποχρεωμένο να φοράει γυαλιά ή φακούς επαφής κατά την οδήγηση.
ΕΝΑ ΣΥΧΝΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ζητήσαμε από τον καθηγητή Paolo Vinciguerra, επικεφαλής της Οφθαλμολογικής Μονάδας του Ερευνητικού Νοσοκομείου Humanitas (βρίσκεται στα περίχωρα του Μιλάνου), να σχολιάσει τα αποτελέσματα της έρευνας. “Ένα από τα πιο ανησυχητικά δεδομένα που προκύπτουν από τις απαντήσεις, είναι το απροσδόκητα υψηλό ποσοστό των ατόμων που αναφέρουν δυσκολίες στην όραση σε συνθήκες έντονου φωτισμού. Μιλάμε για εύκολα ορατά εμπόδια όπως άλλα οχήματα, πεζοί, ζώα, πεζοδρόμια ή πινακίδες σήμανσης. Εφόσον οι συνθήκες φωτισμού δεν δημιουργούν πρόβλημα, προκύπτει ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην όραση των ερωτηθέντων. Από την άλλη, πιο λογικό είναι το αποτέλεσμα που αφορά τη νυχτερινή οδήγηση. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, γεννάται η ανάγκη βελτίωσης της όρασης, με τη χρήση διορθωτικών μέσων”, σύμφωνα με τον ειδικό.
Το πρόβλημα, επομένως, είναι πολύ διαδεδομένο. Ο Vinciguerra συνεχίζει λέγοντας ότι “με βάση την εμπειρία μου, σπάνια βλέπω επαρκή οπτική διόρθωση στα γυαλιά των ασθενών μου. Να εξηγήσω ότι αυτό που εννοώ είναι ότι απαιτούνται πιο σύγχρονες και στοχευμένες εξετάσεις από αυτές που γίνονται συνήθως. Κάτι που σήμερα είναι δυνατό χάρη στη διαθέσιμη τεχνολογία”. Προσθέτει ότι ” πολλοί άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν σωστά τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Τα φωτοχρωματικά γυαλιά, για παράδειγμα, σκουραίνουν μόνο όταν είναι άμεσα εκτεθειμένα στο φως. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν οδηγείτε ανοιχτό αυτοκίνητο με την οροφή κατεβασμένη, τα γυαλιά ουσιαστικά δεν είναι εκτεθειμένα στο φως, άρα παραμένουν ανοιχτόχρωμα. Δηλαδή, οι φωτοχρωματικοί φακοί που λειτουργούν σωστά σε εξωτερικούς χώρους, δεν λειτουργούν εξίσου αποτελεσματικά με τα γυαλιά ηλίου σε ένα αυτοκίνητο. Εάν, από την άλλη, υποφέρετε από την αντηλιά, ένα ζευγάρι πολωτικά γυαλιά ηλίου θα σας βοηθήσουν σημαντικά. Μόνο που οι οθόνες υγρών κρυστάλλων των αυτοκινήτων βασίζονται στην πόλωση, οπότε υπό ορισμένες γωνίες, μπορεί να μην φαίνονται ξεκάθαρα οι ενδείξεις τους ή να δείχνουν όλα μαύρα, εάν χρησιμοποιείτε γυαλιά με πολωτικούς φακούς”.
Ένα άλλο γεγονός που προκύπτει από την έρευνά μας είναι ότι το 56% των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτή δεν έχουν εξεταστεί από οφθαλμίατρο για περισσότερο από ένα χρόνο. Το 53% δεν έχει πάει καν σε οπτικό για διάστημα ενός έτους. Ποια είναι όμως η σωστή συχνότητα αυτών των ελέγχων; Ο Vinciguerra απαντά. “Συνιστούμε την οφθαλμολογική εξέταση κατά τη γέννηση κι έπειτα στην ηλικία των τριών, των έξι, των 12 και των 20 ετών, εφόσον δεν υπάρχει κάποια πάθηση. Από τα 20 και μετά, η περιοδικότητα των ελέγχων εξαρτάται από το άτομο. Ένα άτομο με μυωπία ή αστιγματισμό, πρέπει να επισκέπτεται τον οφθαλμίατρο κάθε χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, οι άνω των 40 ετών πρέπει να πραγματοποιούν τουλάχιστον έναν ετήσιο έλεγχο. Οι ερωτηθέντες ήταν κατά κύριο λόγο κάτοχοι διπλώματος οδήγησης για περισσότερα από 20 χρόνια, άρα τουλάχιστον μέσης ηλικίας, γεγονός που εν μέρει δικαιολογεί τις οπτικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν. Δεν παύει όμως να είναι κρίμα το γεγονός αυτό, καθώς ενέχονται κίνδυνοι όταν πάρουν στα χέρια τους το τιμόνι, ενώ η όρασή τους δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, μια διαθλαστική χειρουργική επέμβαση θα μπορούσε να επιτρέψει ακόμα και την οδήγηση χωρίς γυαλιά ή να βελτιώσει την όραση όσων φορούν φακούς επαφής. Το μάτι έχει ένα τεράστιο προνόμιο σε σχέση με τα υπόλοιπα όργανα του σώματος. Εάν το φροντίσουμε σωστά, δε γερνάει και μπορεί να λειτουργεί εξαιρετικά ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, αρκεί βέβαια να βρεθεί η σωστή λύση”.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αρκούν ακόμα και στοιχειώδεις προφυλάξεις για να βελτιώσουν την κατάσταση ενώ οδηγούμε. Ο καθηγητής Vinciguerra, για παράδειγμα, επισημαίνει ότι -εδώ ίσως να γελάσετε- πολλές από τις οπτικές δυσκολίες κατά την οδήγηση οφείλονται στο μη καθαρό παρμπρίζ. Μπορεί να δείχνει καθαρό, αλλά εάν δεν χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα προϊόντα, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, μη ορατά στο γυμνό μάτι μικροσωματίδια μπορούν εύκολα να περιορίσουν την αντίθεση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, το 34% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη νυχτερινή οδήγηση, ενώ ποσοστό 26% θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει τα άλλα οχήματα σε συνθήκες έντονης ηλιοφάνειας.
Πως, όμως, μπορεί κάποιος ν’ αντιληφθεί ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην όραση κατά τη διάρκεια της οδήγησης; “Το καμπανάκι του κινδύνου, για όσους είναι πεπεισμένοι ότι δεν έχουν προβλήματα ξεκινά από τις πινακίδες οδικής σήμανσης” εξηγεί ο καθηγητής Vinciguerra. “Αν δεν μπορείτε να τις διαβάσετε εγκαίρως ή εάν δυσκολεύεστε να τις διαβάσετε γενικά, θα πρέπει άμεσα να υποβληθείτε σε έλεγχο. Πρώτοι στην υποβάθμιση του κινδύνου είναι όσοι πάσχουν από υπερμετρωπία. Ο φακός (του ματιού) μπορεί ν’ αντισταθμίσει το ελάττωμα στην εστίαση, κάτι που τείνει να τους κάνει ν’ αγνοήσουν την επιδείνωση της όρασής τους. Ωστόσο, αυτή η αντιστάθμιση οδηγεί σε κόπωση, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε μη καθαρή όραση. Εν συνεχεία, υπάρχουν οι αστιγματικοί. Με πολύ απλά λόγια, εάν τα γυαλιά δεν διορθώσουν στην εντέλεια την όρασή τους, δυσκολεύονται να εστιάσουν και έχουν λανθασμένη αντίληψη της διαύγειας. Τέλος, όσοι βρίσκονται στα αρχικά στάδια του γλαυκώματος, βλέπουν μια χαρά προς τα εμπρός, αλλά δεν αντιλαμβάνονται το παραμικρό απ’ όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Παθολογικά προβλήματα σαν τα προαναφερθέντα είναι αρκετά συχνά στο δείγμα των ερωτηθέντων. Με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν, το 31% πάσχει από αστιγματισμό, το 39% από μυωπία, το 15% από πρεσβυωπία και το 7% από υπερμετρωπία. Επιπλέον, το 3% παραπονιέται για καταρράκτη στο ένα μάτι, το 4% και στα δύο μάτια και το 2% για γλαύκωμα ή άλλον εκφυλισμό της ωχράς κηλίδας.
Για την οδήγηση, σύμφωνα με τον καθηγητή Vinciguerra, “πιο επικίνδυνα είναι το γλαύκωμα και ο καταρράκτης. Το τελευταίο, επειδή είναι ύπουλο. Πρόκειται για μια διαδικασία γήρανσης που πρώτα αλλάζει το χρώμα, μετά την ταχύτητα εστίασης και στο τέλος την αντίθεση. Δηλαδή όλα τα πράγματα που είναι πολύ πιθανό να μην αντιληφθεί κάποιος που δεν ελέγχει συχνά την όρασή του, επειδή η εξέλιξή τους είναι αργή και το άτομο συνήθως τη συνηθίζει. Το πόσο εκπληκτική είναι η βελτίωση της όρασης μετά από μία επέμβαση είναι το μέτρο που μας δείχνει πόσο ύπουλη είναι αυτή η παθολογική κατάσταση”.
Τέλος, υπάρχουν μερικά ακόμα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνά μας, στα οποία αξίζει ν’ αναφερθούμε. Το 32% των ερωτηθέντων παραδέχθηκαν ότι υπέφεραν από μία αίσθηση οπτικής κόπωσης κατά την οδήγηση. Το 18% ανέφερε ότι υπέφερε από μια αίσθηση καψίματος στο μάτι. Το 7% παραδέχτηκε ότι δεν φορούσε γυαλιά (ή φακούς επαφής) απόλυτα σωστά διαβαθμισμένα. Λησμονώντας το πόσο σημαντική είναι η όραση για την υπεύθυνη οδήγηση