Από την πιο ψηλή και όμορφη λίμνη, στον πιο επικίνδυνο – υποτίθεται – δρόμο και από την ψηλότερη πρωτεύουσα στην πιο πλούσια κάποτε πόλη του κόσμου. Ένα οδοιπορικό σε υπερθετικό βαθμό, πάντα στα μεγάλα υψόμετρα των Άνδεων, ανάμεσα σε δύο αδερφικές χώρες.
φωτογραφίες: Άκης Τεμπερίδης, Βούλα Νέτου
Πόσες φορές να αλλάξαμε ρότα σ’ αυτό εδώ το ταξιδι; Δεν αναφέρομαι σε κύκλους πεντακοσίων ή χιλίων χιλιομέτρων που τους κάνουμε σχεδόν σε κάθε χώρα, αλλά για μεγάλα σταυροδρόμια που συνήθως μας οδηγούν πολύ μακριά από την πορεία που είχαμε χαράξει. Το πιο πρόσφατο ήταν το Κούσκο. Μετά την περιοδεία στο Μάτσου Πίκτσου, είχαμε να επιλέξουμε αν θα συνεχίζαμε κατευθείαν προς τα νότια, δηλαδή προς Βολιβία, Χιλή και Αργεντινή, ή αν θα στρίβαμε ανατολικά και βόρεια προς Αμαζόνιο μεριά, ώστε να μπαίναμε στη Βραζιλία, να φτάναμε στο Μανάους και από εκεί με πλοίο μέχρι την ακτή του Ατλαντικού. Η λογική υπαγόρευε την πρώτη διαδρομή, μιας και ένας κύκλος προς το Ατλαντικό θα μας έκλεβε τουλάχιστον δύο-τρεις μήνες από το ταξίδι μας προς την Παταγονία. Το διαβολάκι που κρύβεται πάντα στην πίσω άκρη του μυαλού φώναζε περιπαικτικά “Αμαζόνιο”. Τελικά, είπαμε “ας πεταχτούμε μέχρι το Πουέρτο Μαλδονάδο” στην περουβιανή λεκάνη του ποταμού και “εκεί θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε”…
INSTAGRAM ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Τα 480 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Πουέρτο Μαλδονάδο από το Κούσκο, αποτελούν τμήμα της interoceanica, του δρόμου που ενώνει τον Ειρηνικό με τον Ατλαντικό ωκεανό, διασχίζοντας το Περού και τη Βραζιλία. Το συγκεκριμένο τμήμα ασφαλτοστρώθηκε μόλις το 2011 με αποτέλεσμα να αλλάξει την οικονομία και τη ζωή των κατοίκων στη λεκάνη του Αμαζονίου. Θυμάμαι, όταν είχαμε βρεθεί στο νότιο Περού το 2005, είχαμε ρωτήσει για τη διαδρομή προς τα εκεί και μας είπαν ότι θα χρειαζόμασταν από τρεις έως δέκα μέρες στην εποχή των βροχών. Ήταν απωθημένο λοιπόν το Πουέρτο Μαλδονάδο. Στον δρόμο βέβαια κάναμε μία παράκαμψη για να περπατήσουμε μέχρι το χρωματιστό βουνό Βινικούνκα, το οποίο έχει εξελιχθεί σε υπ’ αριθμόν ένα τουριστικό προορισμό στο Κούσκο και μάλιστα φιγουράρει στο εξώφυλλο της τελευταίας έκδοσης του Lonely Planet.
Παρότι είχαμε ταξιδέψει δύο φορές στην περιοχή, δεν το γνωρίζαμε, οπότε σκαρφαλώσαμε τον γραφικό χωματόδρομο δίπλα σε ένα ορμητικό ποτάμι μέχρι τα 4.650 μέτρα, διανυκτερεύσαμε εκεί με το Webasto αναμμένο και το πρωί περπατήσαμε μέχρι τα 5.036 μέτρα για να απολαύσουμε αυτό το βουνό που μοιάζει με ουράνιο τόξο. Βέβαια, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι στην πραγματικότητα, τα χρώματά του δεν είναι όσο έντονα φαίνονται σε ινσταγκραμικές φωτογραφίες. Το Βινικούνκα είναι λοιπόν εν μέρει δημιούργημα του photoshop και εν μέρει της κλιματικής αλλαγής. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ήταν μονίμως καλυμμένο με χιόνι, γι’ αυτό και δεν έλκυε τις σημερινές ορδές τουριστών που ανεβαίνουν μέχρι εκεί με τα πόδια ή με άλογα. Χαλάλι. Μάθαμε ότι τουλάχιστον εκατό οικογένειες κτηνοτρόφων έχουν αυξήσει το εισόδημά τους χάρη στη φωτογένεια του βουνού.
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Το γεωγραφικό διαμέρισμα στο νοτιοανατολικό άκρο του Περού που καλύπτει μέρος της λεκάνης του Αμαζονίου ονομάζεται Μάδρε ντε Ντιός. Η interoceanica “προσγειώνεται” εκεί μετά από ένα πέρασμα στα 4.700 μ. και μία ατέλειωτη κατηφόρα με υπέροχες στροφές, αρχικά στα 600 μέτρα και αργότερα απαλά στα 200 μ. υψόμετρο. Εκεί που φορούσαμε φλις και σκουφάκια από αλπάκα την προηγούμενη μέρα, βρεθήκαμε να ιδρώνουμε με τα κοντομάνικα την επόμενη. Στη συμβολή του ποταμού Μάδρε ντε Ντιός με τον Ταμποπάτα – παραπόταμοι του Αμαζονίου αμφότεροι – βρίσκεται το Πουέρτο Μαλδονάδο, μία πόλη 85 χιλιάδων κατοίκων σήμερα που ιδρύθηκε μόλις το 1902 σε μία δυσπρόσιτη περιοχή, στην οποία ζούσαν μόνο φυλές ιθαγενών βαθιά στο τροπικό δάσος. Βαρόνοι του καουτσούκ ήταν οι πρώτοι λευκοί που έφτασαν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα και η επαφή των εργαζόμενων στις καλλιέργειες με τους γηγενείς είχε σαν αποτέλεσμα τη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών που προκάλεσε πολλούς θανάτους.
Σήμερα το Πουέρτο Μαλδονάδο είναι μία ζωντανή πόλη που ζει από την υλοτομία, τον χρυσό και πιο πρόσφατα από τον οικοτουρισμό, μιας και ενδείκνυται για εξορμήσεις στα τροπικά δάση εκατέρωθεν των ποταμών. Είναι η πιο “αφρικάνικη” πόλη του Περού, θα τολμούσα να πω, μιας και αρκετοί δρόμοι ακόμη και στο κέντρο είναι γεμάτοι λάσπη. Για εμάς, μετά από πολλές μέρες στα μεγάλα υψόμετρα των Άνδεων, το τροπικό κλίμα ήταν εξουθενωτικό, παρότι είχαμε ζήσει ενάμισι χρόνο στην ακτή Σουαχίλι της Τανζανίας, όπου οι συνθήκες ήταν ανάλογες. Καθώς είχαμε ήδη μπει στην περίοδο των βροχών, η διαμονή μας στη λεκάνη του Αμαζονίου ήταν αποκαρδιωτική, καθώς μας έκλεισε τις δύο πρώτες μέρες μέσα στο Iveco. Την τρίτη μέρα κάναμε μία τουριστική περιήγηση με βαρκάκι στη λίμνη Σαντοβάλ και κάπου εκεί αποφασίσαμε ότι δεν μας έπαιρνε να προχωρήσουμε περισσότερο στο τροπικό δάσος. Στο επόμενο The World Offroad ο Αμαζόνιος. Προορισμός μας πλέον η Βολιβία, από την πλευρά της Τιτικάκα.
ΜΙΑ ΛΙΜΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
Είναι από τους προορισμούς που δεν χορταίνεις όσες φορές κι αν πας. Ένας υδάτινος κόσμος στα 3.800 μέτρα υψόμετρο που διχάζεται γεωγραφικά ανάμεσα στο Περού και τη Βολιβία. Η ψηλότερη πλωτή λίμνη του κόσμου και η μεγαλύτερη της νότιας Αμερικής παρέχει πόσιμο νερό σε εκατομμύρια ανθρώπους και γόνιμη γη για καλλιέργειες κινόα, πατάτας και άλλων ειδών εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στις όχθες της λίμνης είναι χτισμένες δύο πόλεις, το Πούνο στην πλευρά του Περού και η Κοπακαμπάνα στην πλευρά της Βολιβίας. Από το πρώτο – μία μάλλον άσχημη πόλη γεμάτη ασοβάδιστα κτίρια – βαποράκια αναχωρούν κάθε πρωί για τα πλωτά νησιά Ούρος, τα οποία είναι φτιαγμένα από “τότορα” (καλάμι) και είναι ό,τι πιο γραφικό μπορείς να φωτογραφίσεις στη νότια Αμερική. Αν και οι περισσότεροι γηγενείς της φυλής Ούρου μένουν πλέον στην πόλη και μιλούν Αϊμάρα και ισπανικά, αρκετές οικογένειες μένουν στα νησιά, ενώ ένα από αυτά φιλοξενεί δημοτικό σχολείο. Άλλα έχουν μετατραπεί σε μικρά πανδοχεία ιδιαίτερα προσφιλή σε ινφλουένσερς. Μετά από δύο χρόνια χωρίς τουρισμό λόγω της πανδημίας, οι ντόπιοι προσπαθούν τώρα να συνέλθουν με αξιοζήλευτη στωϊκότητα.
Στη λίμνη υπάρχουν και τα νησιά Αμαντανί και Τακίλε με 6.000 κατοίκους Κέτσουα συνολικά, όπου μπορείς να μείνεις για μία-δύο νύχτες στο πλινθόκτιστο σπίτι μίας οικογένειας. Από την πλευρά της Βολιβίας, η Κοπακαμπάνα είναι μακράν πιο γραφική, χίπικη και προσιτή. Σε απόσταση μίας ώρας είναι τα νησιά του Ήλιου και της Σελήνης, στα οποία βρίσκονται καλά συντηρημένα ερείπια ναών των Ίνκας. Στην isla del sol μπορείς μάλιστα να διανυκτερεύσεις αλλά και μόνο η ολοήμερη με το βαποράκι αρκεί για να γαληνεύσεις μέσα σου πλέοντας για ώρες στη λαδιά της λίμνης, ή περπατώντας στα μονοπάτια των νησιών.
Εμείς φυσικά διανυκτερεύσαμε στο Iveco, τόσο στο Πούνο, όσο και στην Κοπακαμπάνα, πάντα μπροστά στη λίμνη και απολαύσαμε τις ημερήσιες εκδρομές που παραμένουν πολύ προσιτές (10€ στη Βολιβία/15€ στο Περού το άτομο).
Μετά από μία εβδομάδα στις όχθες της Τιτικάκα, νιώσαμε ότι λόγω μεγέθους, κλίματος και ανθρωπολογίας, η λίμνη αυτή δεν είναι απλά κομμάτι δύο χωρών αλλά μία ξεχωριστή χώρα από μόνη της. Με τοπία που θυμίζουν έντονα κάποια ελληνικά νησιά.
ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Το 1930 κατασκευάστηκε ένας ορεινός δρόμος 60 χιλιομέτρων που ένωνε τη Λα Παζ της Βολιβίας με την περιοχή Γιούνγκας. Με υψομετρική διαφορά 3.000 μέτρων, κατακόρυφους γκρεμούς και πλάτος μόλις τριών μέτρων σε κάποια σημεία, ο δρόμος απέκτησε τη φήμη του πιο επικίνδυνου του κόσμου, γι’ αυτό και ονομάστηκε Camino de la Muerte. Τη δεκαετία του ’90, πάνω από εκατό άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους κάθε χρόνο, καθώς στον χωματόδρομο κινούνταν από αυτοκίνητα και λεωφορεία μέχρι μεγάλα φορτηγά και μάλιστα στην αριστερή πλευρά, ώστε ο οδηγός να ελέγχει καλύτερα τους τροχούς στην κόψη του γκρεμού. Το 2006 η σκοτώστρα αντικαταστάθηκε από έναν ασφαλτόδρομο με νέα χάραξη, όμως 24 χιλιόμετρα έμειναν ανέγγιχτα και σήμερα αποτελούν μία από τις πιο προσφιλείς ατραξιόν της Βολιβίας. Καθώς το camino δεν έχει πλέον κίνηση, έχει μετατραπεί σε downhill διαδρομή για οργανωμένες εκδρομές με ποδήλατα βουνού. Εμείς επιμείναμε να το περάσουμε με το Iveco. Με εξαίρεση ένα δύο πολύ στενά σημεία, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι πλέον ένας επικίνδυνος δρόμος. Συναρπαστικός – ειδικά όταν περνάς κάτω από τους καταρράκτες – ναι. Επικίνδυνος, όχι. Αλλά ας μην σας χαλάσουμε εδώ το όνειρο, η εμπειρία οδήγησης αξίζει, πόσο μάλλον όταν στην άλλη άκρη βρίσκεται το γραφικό χωριό Κορόικο.
Μονοπάτι του θανάτου, αντίθετα, μας φάνηκε το κέντρο της Λα Παζ, λόγω της απίστευτης κίνησης και των κλίσεων στους δρόμους του. Το θυμόμασταν από το 2010 αλλά με το Iveco η οδήγηση μέσα στην πρωτεύουσα ήταν εξουθενωτική και δυνάμει επικίνδυνη, καθώς κάποιες φορές τα πίσω ταμπούρα δεν είχαν τη δύναμη να κρατήσουν το κάμπερ στην ανηφόρα. Γι’ αυτό και το κλείσαμε τρία βράδια σε κεντρικό πάρκινγκ και κινηθήκαμε στη φουριόζικη πόλη με το τελεφερίκ, το οποίο κατασκευάστηκε μόλις το 2015 και είναι το μεγαλύτερο αστικό στον κόσμο, με δέκα γραμμές συνολικά. Το συγκεκριμένο έργο έχει φέρει τα πάνω κάτω (μάλλον τα κάτω-πάνω) στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας. Στη Λα Παζ, όπως και στη Μεντεγίν της Κολομβίας, οι φτωχογειτονιές είναι στα υψώματα – στο El Alto – που περικλείουν την πόλη και η πρόσβαση εκεί είναι από δύσκολη με τα πόδια μέχρι αδύνατη με μηχανάκι ή αυτοκίνητο. Το τελεφερίκ λοιπόν σύνδεσε τις γειτονιές αυτές με το κέντρο, τις ανέδειξε και έδωσε επαγγελματικές ευκαιρίες στους κατοίκους τους, οι οποίες αυτονόητα αποτελούν και λύση κατά του εγκλήματος. Αν πάτε λοιπόν στη Λα Παζ, πέρα από τις βόλτες στις ατέλειωτες υπαίθριες αγορές και στον “δρόμο των μαγισσών” (όπου θα βρείτε ό,τι ξόρκι θέλετε), βγάλτε εισιτήρια για το τελεφερίκ και κάντε μερικές χαμηλές πτήσεις πάνω από την πόλη. Και αν βαστούν τα πόδια σας, κλείστε ένα τριήμερο trekking προς το Χουάινα Ποτοσί, το μόνο ίσως εξάρι βουνό (6.088 μ.) που μπορείτε να ανεβείτε χωρίς προηγούμενη ορειβατική εμπειρία και τεχνική. Το είχαμε επιχειρήσει το 2010, φτάσαμε στα 6.000, όχι όμως και στην κορυφή, λόγω χιονόπτωσης.
Η ΠΙΟ ΠΛΟΥΣΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Πολλά τα ρεκόρ της βολιβιανής γεωγραφίας: η πιο ψηλή (πλωτή) λίμνη του κόσμου. Η πιο ψηλή πρωτεύουσα του κόσμου. Και μία από τις ψηλότερες πόλεις του κόσμου, το Ποτοσί, στα 4.090 μέτρα. Αν δε γνωρίζεις την ιστορία της, θα εντυπωσιαστείς από την colonial αρχιτεκτονική και τον πλούτο του ιστορικού της κέντρου, το οποίο είναι πλέον μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco. Το απομακρυσμένο Ποτοσί που είναι χτισμένο στις πλαγιές του Σέρο Ρίκο – του πλούσιου βουνού – υπήρξε από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα η πιο πλούσια πόλη όλης της Αμερικής – αν όχι του κόσμου – λόγω του ότι εδώ ανακαλύφτηκε το μεγαλύτερο κοίτασμα σε ασήμι.
Στο ζενίθ της, η πόλη είχε διακόσιους χιλιάδες κατοίκους, ανάμεσα στους οποίους Βάσκοι ευγενείς, γηγενείς εργάτες, μέχρι και σκλάβοι από την Αφρική. Οι χιλιάδες τόνοι ασήμι – που εκείνη την εποχή ήταν ουσιαστικά το παγκόσμιο χρήμα – που διοχετεύονταν στην Ισπανία μέσω της κεντρικής Αμερικής και από εκεί μέχρι την Κίνα, ήταν βαμμένοι δυστυχώς με ανθρώπινο αίμα. Λέγεται ότι σε δύο αιώνες, πάνω από οκτώ εκατομμύρια εργάτες και σκλάβοι έχασαν τις ζωές τους στα ορυχεία του Ποτοσί, από εξάντληση, μολύνσεις, από πνευμονία, ή απλά από το υψόμετρο. Μία γενοκτονία που ακόμη δεν έχει καταγραφεί δεόντως στο συλλογικό μας υποσυνείδητο.
Όμως το Ποτοσί, παρά την παρακμή που γνώρισε, παραμένει σήμερα μία ζωντανή πόλη που ακμάζει, τόσο χάρη στα ορυχεία της, όσο και στον τουρισμό που έλκει. Μία γοητευτική πόλη-έκπληξη, διακόσια χιλιόμετρα από τη μεγαλύτερη αλυκή του κόσμου, το Σαλάρ ντε Ουγιούνι. Όταν μπει τελεία και παύλα σε αυτό το άρθρο, προς τα εκεί θα κινήσουμε και προς τον “δρόμο των λιμνών”, ο οποίος θα μας βγάλει σε λίγες μέρες στην έρημο Ατακάμα της Χιλής. Έχουμε απίθανες εικόνες και διαδρομές μπροστά μας.
ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η Βολιβία, μία χώρα με μεγάλη μέχρι πρότινος παραγωγή φυσικού αερίου, έχει περιέλθει σε μία πρωτόγνωρη κρίση καυσίμων. Τα πρατήρια της χώρας είναι γεμάτα ουρές και συχνά χωρίς καύσιμα εδώ και μερικούς μήνες. Ο λόγος είναι ότι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου έχουν στερέψει και λόγω έλλειψης χρημάτων δεν γίνονται άλλες εξορύξεις εδώ και μία δεκαετία. Η περιορισμένη ρευστότητα, σε συνδυασμό με ένα καθεστώς επιδότησης των καυσίμων στην αντλία, έχουν σαν αποτέλεσμα την έλλειψη καυσίμων στην τοπική αγορά. Να τονίσουμε ότι η τιμή πετρελαίου κίνησης και βενζίνης είναι 0,5 ευρώ (3,7 μπολιβιάνος), ενώ το κόστος εισαγωγής είναι ακριβώς διπλάσιο. Δηλαδή σε κάθε λίτρο, το κράτος χρεώνεται μισό ευρώ, στα πλαίσια της επιδοματικής πολιτικής του. Για τον λόγο αυτό, η διανομή καυσίμων γίνεται μόνο μέσω ενός ειδικού κωδικού για κάθε όχημα. Εμείς ως επισκέπτες, χωρίς τον συγκεκριμένο κωδικό, επιδοθήκαμε σε ένα πραγματικό κυνήγι θησαυρού κάθε μέρα ώστε να ανεφοδιαστούμε με 20-30 λίτρα. Στα περισσότερα πρατήρια αρνούνταν ακόμη και να μας διαθέσουν καύσιμο. Σε άλλα, πληρώσαμε τη διεθνή τιμή (1,2-1,3 ευρώ), ενώ σε άλλα μας έδωσαν καύσιμο στη μαύρη αγορά (χρησιμοποιώντας έναν ντόπιο κωδικό) σε τιμή λίγο κάτω από το ευρώ. Στον αντίποδα, οι Βολιβιανοί περιμένουν μεγάλες υποτιμήσεις, οπότε αγοράζουν δολάρια πάνω από την επίσημη ισοτιμία.
συνολικό μήκος διαδρομής 2.456 χλμ
Όλες οι ειδήσεις
Νέα BMW M4: Βελτιωμένη σε όλους τους τομείς
Τέλη κυκλοφορίας 2024: Τί αλλάζει στις πληρωμές – Πότε εκπνέει η προθεσμία
Αντιολισθητικές αλυσίδες: Αίρεται ο υποχρεωτικός εφοδιασμός των αυτοκινήτων στην Αττική