Από το Χιούστον, αεροπορικώς στη Γουατεμάλα Σίτι. Μία παρένθεση στο ταξίδι μας που επινοήσαμε ώστε να ντριμπλάρουμε τις Αρχές των ΗΠΑ, η οποία εξελίχτηκε σε μία αναζωογονητική περιπέτεια χωρίς Iveco, με τρία μόνο μικρά σακίδια στις πλάτες.
Kείμενο & Φωτογραφίες: Άκης Τεμπερίδης
Η τρίμηνη ESTA βίζα των δύο κοριτσιών του The World Offroad έληγε στις αρχές Απριλίου. Δεν αρκούσε όμως να περάσουμε στον Καναδά ή στο Μέξικο, ούτε σε κάποιο νησί της Καραϊβικής (με εξαίρεση την Κούβα, για την οποία, οι πτήσεις από ΗΠΑ αφορούν ειδικού σκοπού επιβάτες), οπότε η Γουατεμάλα ήταν ο κοντινότερος και πιο οικονομικός προορισμός. Τρία one way εισιτήρια με την αμερικανική United μας κόστισαν μόλις 200 δολάρια. Θεωρητικά θα μπορούσαμε να πετάξουμε στη Γουατεμάλα και να γυρίσουμε στο Τέξας την ίδια εβδομάδα, καθώς δεν υπάρχει όριο υποχρεωτικής παραμονής εκτός ΗΠΑ. Όμως, όπως μας ενημέρωσαν τηλεφωνικά από την Υπηρεσία Προστασίας Τελωνείων και Συνόρων (US Customs & Border Protection – www.cbp.gov), είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε οργάνου στο αεροδρόμιο, αν θα επιτρέψει σε κάποιον την είσοδο στη χώρα, ακόμη και αν αυτός διαθέτει βίζα. Οπότε, για να μην προκαλέσουμε υποψίες, αποφασίσαμε να περάσουμε ένα εύλογο χρονικό διάστημα στη χώρα αυτή της κεντρικής Αμερικής, την οποία είχαμε διασχίσει σε πέντε μόλις μέρες το 2009 με το Land Rover.
Έτσι, μετά την πρώτη εβδομάδα στην Αντίγουα, κλείσαμε εισιτήρια επιστροφής για τις αρχές Μαΐου, καθώς μας θύμισε στιγμές από τον πρώτο γύρο του κόσμου το περιβάλλον της κεντρικής Αμερικής. Αισθανθήκαμε στο στοιχείο μας, τουλάχιστον οι δύο γονείς. Αρχική μας πρόθεση ήταν να μην περιηγηθούμε στη χώρα – μιας και θα επιστρέψουμε με το Iveco στα τέλη του χρόνου. «Θα μείνουμε σε ένα hostel στην Αντίγουα να ξεκουραστούμε», λέγαμε. Κλείσαμε λοιπόν ένα δωμάτιο με 25 δολάρια στο Airbnb για τις τρεις πρώτες μέρες και από overlanders που είμασταν, μεταμφιεστήκαμε σε ξέγνοιαστους backpackers με τρία μικρά σακίδια πλάτης και ένα όχι-τόσο-μικρό-πλέον παιδί. Βέβαια, στις επόμενες σελίδες θα δείτε ότι δεν αρκεστήκαμε σε ένα hostel αλλά μείναμε σε έξι συνολικά, σε τρεις διαφορετικούς προορισμούς, πάντα στα νοτιοδυτικά υψίπεδα της χώρας των 17 εκατομμυρίων κατοίκων, κοντά στην ακτή του Ειρηνικού. Τελικά, δεν μπορούμε να μείνουμε σε ένα σημείο…
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΟΚ
Καθώς θα φτάναμε βράδυ στη Γουατεμάλα Σίτι και γνωρίζοντας ότι δεν είναι από τις πιο ακίνδυνες πρωτεύουσες του κόσμου (αντίθετα, είναι διαβόητη για την εγκληματικότητά της), ρώτησα τον Φελίπε που θα μας φιλοξενούσε στην Αντίγουα, πώς θα μπορούσαμε να φτάσουμε από το αεροδρόμιο στο κατάλυμμά του – 40 χιλιόμετρα απόσταση. «Καλύτερα να πάρετε ένα shuttle bus με 60-75 δολάρια», ήταν η απάντηση. Δεν θέλαμε να ξοδέψουμε τόσα χρήμτα και τον ρώτησα για το chicken bus που κοστίζει ένα δολάριο το άτομο για τη συγκεκριμένη διαδρομή. «Θα πρέπει να πάρετε ταξί για την πόλη και από εκεί για Αντίγουα», ήταν η απάντηση. «Θα βρούμε λύση στο αεροδρόμιο», είπα στη Βούλα κι εκείνη μέσα της δε συμφώνησε αλλά δεν είπε κουβέντα. Δύο μέρες πριν πετάξουμε, στέλνει μήνυμα ο Φελίπε, γράφοντας πώς μπορεί να μας παραλάβει με το προσωπικό του VW Amarok, αρκεί να του καλύψουμε τα καύσιμα – 15 δολάρια.
Τέλεια. Έτσι, μετά από τρίωρη πτήση, νάμαστε από τον 30ό παράλληλο του Χιούστον στον 14ο της Γουατεμάλα Σίτι, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο 1.500 μέτρων. Μετά από μία ώρα μποτιλιαρισμένοι στα αμερικανοποιημένα προάστια της πρωτεύουσας – τα γεμάτα εμπορικά κέντρα και αλυσίδες fast food – και μία ανάβαση στο βουνό, κατηφορίζουμε στην κοιλάδα Ερμίτα (από το ελληνικό «ερημίτης») και συγκεκριμένα στη Σάντα Άννα, ένα χωριουδάκι ακριβώς έξω από την Αντίγουα. Η posada του Φελίπε είναι ιδανική: σε κλασικό ισπανικό στιλ, κρυμμένη σε ένα ιδιωτικό δρομάκι, πέντε λεπτά με τα πόδια από την κεντρική πλατεία. Το δωμάτιο είναι άνετο και καθαρό με δικό του μπάνιο και αυτό από μόνο του μας κάνει να αισθανθούμε όμορφα. Από την καταπράσινη, πλούσια αλλά αποστειρωμένη συνοικία Σούγκαρλαντ του Χιούστον, έχουμε διακτινιστεί σε μία υποφωτισμένη γειτονιά με στενά καλντερίμια γεμάτα ινδικά tuk tuk, κινέζικα μηχανάκια και πολύχρωμα σπίτια. Και πεινάμε! Στην κεντρική πλατεία του χωριού με την πανέμορφη εκκλησία και το γήπεδο μπάσκετ γεμάτο παιδιά μέχρι αργά τη νύχτα, έχει δύο καντίνες που φτιάχνουν hamburguesas και μεγάλα tacos με 15-20 quetzales (2-2,5 ευρώ). Η ατμόσφαιρα είναι ανθρώπινη με τον κόσμο όλο στους δρόμους κι εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε μεταφερθεί σε άλλο πλανήτη. Πολιτισμικά, βρισκόμαστε στο νότιο ημισφαίριο κι ας μην περάσαμε τον Ισημερινό…
Carne asada – ψητό κρέας βρίσκεις παντού σε υπαίθριες ψησταριές. Και με τα μπαχαρικά που προσθέτουν, μπορείς να το εμπιστευτείς.
Η κουλτούρα της selfie είναι παγκόσμια πλέον.
Παράδοση και μοντερνισμός συνυπάρχουν σε όλες τις πόλεις της Γουατεμάλας.
Όλα τα χαρτονομίσματα της Γουατεμάλας. Το τοπικό νόμισμα κετσάλ (quetzal) είναι αρκετά σκληρό: περίπου 8 κετσάλες ισοδυναμούν με ένα ευρώ. Ο βασικός μισθός είναι 2.500-3.000 QTZ.
ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΓΟΥΑ
Το έξυπνο πουλί από το μύτη πιάνεται, σωστά; Έτσι κι εμείς πήγαμε στην Αντίγουα Γουατεμάλα λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα των Καθολικών και το μάθαμε μόνο όταν φτάσαμε εκεί. Μετά από τόσα ταξίδια, ομολογώ ότι έχουμε πάψει να μελετούμε τους προορισμούς μας από πριν. Καλή η φιλοσοφία «πάμε και βλέπουμε», όμως κάποιες φορές χρειάζεται σχετική έρευνα. Στην Αντίγουα, η Semana Santa (Άγια Εβδομάδα), είναι η πιο τουριστική περίοδος όλου του χρόνου. Γιορτάζεται με μοναδικό τρόπο και γι’ αυτό συρρέει πολύς κόσμος στην ιστορική αυτή πόλη που βρίσκεται κάτω από τρία ηφαίστεια. Κι ενώ εμείς ως βετεράνοι ταξιδευτές είμασταν σίγουροι ότι θα βρίσκαμε κατάλυμμα με 10-15 δολάρια τη βραδιά (γι’ αυτό δεν κλείσαμε περισσότερες μέρες στο Airbnb), οι τιμές που βρήκαμε στα πιο φτηνά hostel ήταν από 60-70 δολάρια και πάνω. Δηλαδή τριπλάσιες του ημερήσιου προϋπολογισμού μας! Και ο Φελίπε να μην έχει διαθέσιμο δωμάτιο. Ή μάλλον είχε, αλλά ζητούσε κι αυτός τουλάχιστον 50 δολάρια για εκείνες τις μέρες. Δεν αγχωθήκαμε βέβαια. Για σιγουριά κλείσαμε διαδικτυακά ένα πάμφθηνο δωμάτιο ψηλά στο βουνό και την επόμενη που περπατούσαμε στην Αντίγουα η τύχη μας χαμογέλασε και το ακυρώσαμε, όταν ανακαλύψαμε στο κέντρο ένα hostel χωρίς επιγραφή που μόλις είχε ανοίξει. Ήταν το φτηνότερο απ’ όλα (πάλι ακριβό – 30 δολάρια) γιατί ήταν το χειρότερο. Ένα μεγάλο σπίτι σκονισμένο και γεμάτο σαβούρα, το οποίο ο Αμερικανός ιδιοκτήτης του το νοικιάζει με τον μήνα, όχι με τη μέρα. Κλείσαμε λοιπόν δωμάτιο για μία εβδομάδα, καθώς έτσι θα είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε το καθολικό Πάσχα στην καρδιά της πόλης.
Μπορεί να αυτοπροσδιορίζομαι ως αγνωστικιστής, δεν είμαι όμως αρνητής όμορφων θρησκευτικών παραδόσεων, τις οποίες παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον και το ίδιο θέλω να κάνει και το παιδί μας. Για πολιτισμικούς λόγους αλλά και γιατί εκεί καταλαβαίνεις και την ψυχή ενός λαού. Και το έθιμο των alfombras στην καθολική Αντίγουα είναι πολύ ιδιαίτερο, γι’ αυτό και βρίσκεται στο bucket list εκατομμυρίων ταξιδιωτών. Alfombras είναι τα πολύχρωμα χαλιά από άμμο, πριονίδι, κομφετί, πευκοβελόνες και άνθη που φτιάχνονται καθημερινά στα καλντερίμια της πόλης και είναι η αποθέωση της εφήμερης τέχνης που συμβολίζει ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο, ούτε καν η ζωή και ο θάνατος. Μετά από ώρες δημιουργίας ντόπιων καλλιτεχνών, ολόκληρων οικογενειών, επιχειρήσεων αλλά και περαστικών (πάντα είσαι ευπρόσδεκτος να βοηθήσεις στη δημιουργία ενός χαλιού), το απόγευμα περνά το άρμα με τον εσταυρωμένο και ένα δεύτερο με την Παναγία, τη δημοτική μπάντα και τους πιστούς, και το έργο καταστρέφεται. Ειδικοί καθαριστές που ακολουθούν την παρέλαση καθαρίζουν τα πάντα στη στιγμή, μέχρι να φτιαχτεί άλλο χαλί την επόμενη μέρα. Από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι το Πάσχα, σχεδόν κάθε μέρα επαναλαμβάνεται αυτό, με αποκορύφωμα βέβαια τον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής. Τα άρματα έχουν μέγεθος νταλίκας και συνοδεύονται από γεννήτριες που υποστηρίζουν τον φωτισμό τους. Τα μεταφέρουν δεκάδες πιστοί σύμφωνα με τον ρυθμό της κάθε μέρας και με την ανάλογη μουσική υπόκρουση. Πένθιμα εμβατήρια την Παρασκευή, ένδοξα το Σάββατο, χαρούμενα την Κυριακή. Κι εμείς είχαμε δωμάτιο πάνω στη 2η λεωφόρο, απ’ όπου οι μεγαλειώδεις αυτές παραστάσεις περνούσαν κάθε βράδυ, μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα. Δε χρειαζόταν να πάμε στον επιτάφιο, ερχόταν αυτός στην πόρτα μας. Και όλη τη μέρα είχαμε τον χρόνο, αφού τελείωναν τα μαθήματα της μικρής και οι δικές μας δουλειές, να σουλατσάρουμε στο κέντρο, να πηγαίνουμε για φαγητό στο mercado (την κλειστή αγορά), σε κάποια καντίνα ή taqueria, και να επιστρέφουμε στο δωμάτιό μας για ένα ζεστό μπάνιο. Η ζωή ενός backpacker μπορεί να είναι χαμηλού κόστους, δεν παύει όμως να έχει πολυτέλειες που λείπουν από εμάς τους overlanders.
Κοιτάξτε κίνηση τη Μεγάλη Εβδομάδα στην Αντίγουα. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη γιορτή της πόλης μετά από δύο χρόνια κλεισίματος λόγω πανδημίας.
Πάρκε Σεντράλ λέγεται η κεντρική πλατεία της Αντίγουα.
Η εφήμερη τέχνη των Alfombras.
Μνημειώδης η περιφορά του άρματος με τον εσταυρωμένο τη Μεγάλη
Πέμπτη, όπως και του επιτάφιου τη Μεγάλη Παρασκευή.
Ξέγνοιαστες στιγμές στο ανώνυμο hostel μας στην Αντίγουα.
Granizada (γρανίτα) και helado (παγωτό) θα βρείτε παντού στη Γουατεμάλα. Και κινητούς μπαρίστες που σερβίρουν καφέ!
Πλούσιος γάμος στην Αντίγουα.
Αισθητή η παρουσία της αστυνομίας παντού. Με δόγμα την ασφάλεια ανέλαβε την κυβέρνηση το 2020 ο σημερινός – Αμερικανόφιλος – Πρόεδρος Αλεχάντρο Γιαματέι.
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΤΡΟΜΟΣ
Όλα τα υπεραστικά λεωφορεία της Γουατεμάλας είναι παλιά αμερικανικά σχολικά με πολυκύλινδρους κινητήρες, φανταχτερά χρώματα και μπόλικο φινίρισμα από νίκελ. Εσωτερικά είναι καθαρά και άνετα (οι ζωντανές κότες φορτώνονται στην οροφή), αλλά τους λείπει ένα στοιχείο εξοπλισμού: οι ζώνες ασφαλείας τεσσάρων σημείων. Θα το γράψω απλά: στα μισά από τα 170 χιλιόμετρα της διαδρομής προς Κετσαλτενάνγκο, ο οδηγός πήγαινε δίχως αύριο, προσπερνώντας στη roller-coaster εθνική τους πάντες. Από αριστερά ή δεξιά, ακόμη και σύγχρονα επιβατικά αυτοκίνητα, ενώ στις στροφές οι επιβάτες γλιστρούσαμε δεξιά αριστερά στα καθίσματα, κρατώντας τρεμάμενοι τις χειρολαβές. Και όταν βρισκόταν στο δρόμο μας άλλο λεωφορείο κάναμε πραγματική κόντρα για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο επόμενο χωριό και να πάρει τους επιβάτες. Ομολογώ ότι την πρώτη ώρα φοβήθηκα ότι θα καταλήξουμε στατιστικοί αριθμοί τροχαίων ατυχημάτων της Γουατεμάλας. Σκεφτόμουν πού θα χτυπούσαμε αν δεν έπιαναν τα φρένα στην κατηφόρα και πώς θα μπορούσα να προστατέψω το κεφάλι του παιδιού. Ευτυχώς, στο δεύτερο μισό της διαδρομής ο οδηγός φάνηκε να ηρέμησε. Κουράστηκε άραγε; Πάντως φτάσαμε αρτιμελείς στο Κετσαλτενάνγκο – ή Σέλα στη διάλεκτο των Μάγια – μία πόλη 180.000 κατοίκων σε υψόμετρο 2.330 μέτρων, χτισμένη κάτω από το ενεργό ηφαίστειο Σάντα Μαρία. Η Σέλα δε βρίσκεται στον τουριστικό χάρτη της χώρας, είναι όμως η δεύτερη πιο σημαντική πόλη της και αυτή που παράγει το ψωμί και τα οποωρολαχανικά της. Βρεθήκαμε εκεί για να ζήσουμε τη μη τουριστική πλευρά της Γουατεμάλας, ακολουθώντας τη συμβουλή καλού φίλου από τη Νέα Υόρκη.
Μείναμε στο πιο φτηνό ξενοδοχείο που βρήκαμε στο Airbnb με κόστος 9 USD τη νύχτα. Εννέα δολάρια, σωστά διαβάσατε! Και αποδείχτηκε ευχάριστη έκπληξη, καθώς ήταν ένα παραδοσιακό σπίτι στο κέντρο με μεγάλα, καθαρά δωμάτια, wi-fi, κουζίνα, κοινόχρηστες τουαλέτες και τη Σενιόρα Άννα να απλώνει σεντόνια όλη μέρα. Την εβδομάδα που μείναμε εκεί, την περάσαμε με καθημερινές βόλτες από το Πάρκε Σεντράλ, την κεντρική πλατεία με τη μοναδική στη Γουατεμάλα νεοκλασική αρχιτεκτονική, στο Mercado La Democracia και κάπου ανάμεσα για φτηνό φαγητό σε κάποιο comidor (εστιατόριο). Δε συναντήσαμε κανέναν τουρίστα, με εξαίρεση δύο μαθητές του σχολείου ισπανικών που παρακολούθησε με την ευκαιρία η Αναστασία.
Παραδοσιακό κρεωπολείο στο Mercado La Democracia της Σέλα. Κάτω δεξιά το abogado, χοιρινό κρέας μαριναρισμένο με κόκκινη σάλτσα και από επάνω κρέμονται τα λουκάνικα – chorizo και longaniza.
Καθημερινότητα στην κεντρική αγορά της Σέλα.
Το δωμάτιο των 9 δολαρίων στο Κετσαλτενάνγκο. Θα μας κόστιζε μόλις 200 δολάρια αν το κλείναμε με τον μήνα.
Παραδοσιακό μανάβικο στο Mercado της Σέλα. Εκπληκτικά ιδίως τα μάνγκο και τα αβοκάντο.
Κόμβος Λος Ενκουέντρος στην εθνική οδό Panamericana CA-1 από Γουατεμάλα Σίτι προς Κετσαλτενάνγκο.
Μοναδικά στη χώρα τα νεοκλασικά κτίρια στο κέντρο της Σέλα (Κετσαλτενάνγκο).
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΤΙΤΛΑΝ
Σε αυτό εδώ το ταξίδι – πρόγευση της Γουατεμάλας, δεν μπορούσαμε να προσπεράσουμε την ηφαιστειογενή λίμνη Ατιτλάν που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.562 μέτρων. Πρόκειται για μία καλντέρα με έκταση 130 τετρ. χιλιομέτρων (18×8 χιλιόμετρα περίπου), η οποία δημιουργήθηκε από ηφαιστειακή έκρηξη πριν από 84.000 χρόνια. Γύρω από τη λίμνη υπάρχουν τρία ηφαίστεια που συνθέτουν ένα έντονο ανάγλυφο και στους κόλπους έχουν χτιστεί χωριά που διατηρούν την παράδοση των γηγενών Μάγια. Εξερευνητές των αρχών του 20ού αιώνα, όπως ο Γερμανός Αλεξάντερ Βαν Χούμπολτ και ο Βρετανός Άλντους Χάξλεϊ, χαρακτήρισαν την Ατιτλάν ως την «πιο όμορφη λίμνη του κόσμου» και «μία λίμνη Κόμο αλλά με ηφαίστεια». Όπως καταλαβαίνετε, μετά την Αντίγουα και την αρχαία πόλη των Μάγια Τικάλ στον βορρά, η Ατιτλάν είναι η τρίτος σε σημασία τουριστικός προορισμός της Γουατεμάλας. Και δίκαια, θα προσθέσω.
Εμείς κλείσαμε το πιο φτηνό κατάλυμμα που υπήρχε online στο χωριό Σαν Χουάν Λα Λαγκούνα. Posada Maya με 18 δολάρια. Οι φωτογραφίες ήταν μέτριες, οι κριτικές ελάχιστες, αλλά η ανάρτηση περιελάμβανε μία ενδιαφέρουσα περιγραφή: «είναι οικογενειακό μέρος, θα μείνετε με την οικογένειά μου». Μετά από ένα πεντάωρο ταξίδι 120 χιλιομέτρων με λεωφορείο που πρόσθεσε κι αυτό κάποιες λευκές τρίχες στην κεφαλή μου, φτάσαμε στο λιμανάκι Σαντιάγκο ντε Ατιτλάν, στη νότια όχθη της λίμνης αργά το απόγευμα. Απευθείας μας πλησίασε ένας ευγενής ξεναγός και μας συνόδευσε καλοπροαίρετα στο λιμάνι για να πάρουμε για το παραδιπλανό χωριό. Προσπάθησε μάλιστα να μας αγχώσει ότι λόγω ώρας δε θα βρούμε αστικό βαρκάκι που κοστίζει 25 qtz – 3 ευρώ το άτομο η διαδρομή, αλλά ότι θα πρέπει να νοικιάσουμε ένα ιδιωτικό με κόστος 40 ευρώ. Τελικά, μετά από το απαραίτητο παζάρι, με 18 ευρώ φτάσαμε στο Σαν Χουάν, όπου από την ξύλινη προκυμαία ανηφορίσαμε τον πιο πολύχρωμο και διακοσμημένο με καπέλα, ομπρέλες και muñecas (κούκλες) πεζόδρομο που έχουμε δει ποτέ, προς στο κέντρο. Ρωτώντας, βρήκαμε το σπίτι του Ντάνιελ, στο οποίο θα μέναμε. Ήταν το τελευταίο του χωριού σε ένα χωμάτινο δρομάκι που μας θύμισε Αφρική. Ένα παράπηγμα – όπως τα περισσότερα σπίτια στην Ατιτλάν – από άβαφους τσιμεντόλιθους με τρία δωμάτια, ανοιχτή κουζίνα με ξύλα και αδέσποτα σκυλιά και γάτες να τριγυρνούν στη στενή βεράντα. Με νερό από τεπόζιτο μεν, με αξιοπρεπές wi-fi δε. Μας έβαλαν να μείνουμε στο δωμάτιο των δύο κοριτσιών της οικογένειας, με όλα τα ρούχα και τα πράγματά τους μέσα κι ένα ντους με κρύο νερό και φθαρμένες πορσελάνες.. Πάθαμε ένα μικρό σοκ, όμως η οικογένεια ήταν τόσο φιλόξενη που άξιζε η συγκατοίκηση.
Ο οικοδεσπότης μας αποδείχτηκε πραγματικός θησαυρός, καθώς ήταν ο επιστάτης του σχολείου που έφτιαξε μία μη κερδοσκοπική οργάνωση από τη Σουηδία, με στόχο να διδάσκονται με ελάχιστο κόστος – και με τη συμμετοχή ξένων εθελοντών – αγγλικά και γνώσεις γραμματείας τα ντόπια κορίτσια του χωριού. Δίπλα στο σπίτι «μας» υπήρχε μάλιστα υφαντουργείο, στο οποίο ένας συνεταιρισμός γυναικών έφτιαχνε χειροποίητα υφαντά. Όσο για τη Σενιόρα Ελένα, μας μαγείρεψε εξαιρετικό Pepian de Pollo – κοκκινιστό κοτόπουλο με ρύζι – με καλαμποκίσιες τορτίγιες και μπισκότα που έμοιαζαν σαν τα δικά μας τα σμυρνέικα για πρωινό. Γενικότερα, η κλειστή κοινωνία ενός χωριού στις όχθες της Ατιτλάν μας φάνηκε ιδιαίτερα γοητευτική. Μας απογοήτευσε το τσιμέντο, η λαμαρίνα και γενικά η άναρχη αρχιτεκτονική, όπως και τα αμέτρητα πεταμένα πλαστικά στους δρόμους. Χρειάζεται πολλή δουλειά η καθαριότητα και η ανακύκλωση στην περιοχή της λίμνης. Όταν μάλιστα περνούσαμε με το βαρκάκι στη βόρεια όχθη, στο ιδιαίτερα τουριστικό Παναχατσέλ, σε δύο λιμάνια είδαμε ψόφια ψάρια να πλέουν στην επιφάνεια. Στο διαδίκτυο διάβασα στη συνέχεια ότι η μόλυνση της λίμνης από ανθρώπινα λύμματα δημιουργεί μίας άλγη που σκοτώνει τα ψάρια. Να λοιπόν που τα πιο παραδεισένια μέρη, συχνά είναι αυτά που υποφέρουν περισσότερο, ακριβώς επειδή έλκουν ανεξέλεγκτα κόσμο και δραστηριότητες. Η Γουατεμάλα μάλιστα είναι από τις χώρες που πληρώνουν ήδη το τίμημα της κλιματικής αλλαγής. Πρωτόγνωρες ξηρασίες σε μεγάλο μέρος της χώρας καταστρέφουν τις καλλιέργειες και αυτές με τη σειρά τους προκαλούν μεταναστευτικά ρεύματα προς – πού αλλού; – την πλούσια βόρεια Αμερική. Η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση ξέσπασε το 2018.
Τέτοιες σκέψεις με βασάνιζαν όταν περπατούσαμε στη νεόπλουτη πλευρά της πρωτεύουσας πριν πάρουμε το αεροπλάνο της επιστροφής για το Χιούστον. Σκεφτόμουν πόσο εύκολο είναι για κάποιον με ευρωπαϊκό διαβατήριο σαν κι εμάς να μπαινοβγαίνει στην Αμερική, τη στιγμή που ένας Γουατεμαλτέκος χρειάζεται να περιμένει ουρές στην Πρεσβεία για μία τουριστική βίζα, ή χρόνια για μία επαγγελματική, εφόσον θελήσει να αναζητήσει μία καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ. Όμως για εμάς τους ταξιδιώτες η πραγματικότητα είναι αντεστραμμένη. Σε φτωχές χώρες όπως η Γουατεμάλα, αισθανόμαστε στο στοιχείο μας, καθώς μπορούμε να ζήσουμε εκεί αξιοπρεπώς με τον χαμηλό μας προϋπολογισμό. Αντίθετα, στην κεντρική Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική αισθανόμαστε φτωχοί. Είναι σχεδόν αδύνατο να βγούμε έξω για φαγητό, να πάμε σε κάμπινγκ – πόσο μάλλον σε ξενοδοχείο – και ο καταναλωτισμός που επικρατεί στους πιο δημοφιλείς προορισμούς, μας διώχνει αντί να μας έλκει. Έτσι, μετά από αυτό το πολιτισμικό, πολύχρωμο και χίπικο διάλειμμα στη Γουατεμάλα, επιστρέψαμε στις ΗΠΑ με ανεβασμένη ψυχολογία και ανανεωμένη βίζα για τρεις μήνες. Με ένα στόχο: να ξεχάσουμε εντελώς τις μεγάλες πόλεις και να αφιερωθούμε στη φύση και στην άγρια ζωή της χώρας. Από τον επόμενο μήνα επαναρχόμαστε λοιπόν στις μεσοδυτικές πολιτείες.
Η προκυμαία του Σαν Χουάν.
Και γύρος στο Παναχατσέλ.
Τέχνη του δρόμου πάντα με ζωντανά χρώματα στο Σαν Χουάν.
Το Σαν Χουάν Λα Λαγκούνα και στο βάθος το χωριό Σαν Πέδρο με το ομώνυμο ηφαίστειο στη νότια όχθη της λίμνης Ατιτλάν. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από το Μιραδόρ, το πανοραμικό σημείο που απέχει μισή ώρα με τα πόδια από το κέντρο του χωριού.