H ηλεκτροκίνηση δεν είναι trend. Δεν είναι «τάση» (αν και έχει, χωρίς τα εισαγωγικά). Δεν είναι μόδα. Δεν είναι το «next big thing». H ηλεκτροκίνηση είναι η επόμενη μέρα της αυτοκίνησης και έχει ήδη αρχίσει να ξημερώνει. Είναι ο προάγγελος μιας ολόκληρης εποχής. Και εμείς, επιχειρούμε να την αποκωδικοποιήσουμε.
https://youtu.be/PCxxjc1Hiok
Βρισκόμαστε στην αρχή της ηλεκτροκίνησης, σε μια φάση που προσπαθούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος και εύρος των αλλαγών που υφίσταται η αυτοκίνηση. Μετά τη δοκιμή της πλειονότητας των ηλεκτρικών αυτοκινήτων που διατίθενται στην ελληνική αγορά, με τα μοντέλα να διαδέχονται το ένα το άλλο επί σειρά ημερών, συνειδητοποιήσαμε ότι, πραγματικά, πρόκειται για το μεταίχμιο μιας εποχής.
Ο θερμικός κινητήρας βρίσκεται στη δύση του. Όχι, δεν θα πάψει να υφίσταται από τη μία μέρα στην άλλη, οι περισσότερες εταιρίες θα συνεχίσουν να τον τοποθετούν στο άμεσο μέλλον στα αυτοκίνητά τους (αν και θα τον βλέπουμε όλο και συχνότερα σε συνδυασμό με ηλεκτροκινητήρα), αλλά, είτε το θέλουμε είτε όχι, οι μέρες του είναι μετρημένες. Και καμία συνωμοσία δεν κρύβεται από πίσω: Τουλάχιστον κατά την κίνησή του, ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο δεν εκπέμπει χημικούς ρύπους στο περιβάλλον. Νέτα σκέτα. Αυτό είναι το δεδομένο, όπως άλλωστε και το γεγονός ότι στον κύκλο ζωής του, συνυπολογίζοντας και την παραγωγή του, ένα ηλεκτρικό μοντέλο είναι ρυπαντικά υπέρτερο ενός θερμικού. Η επικράτησή τους, λοιπόν, είναι νομοτελειακή και αυτό είναι και κυριολεκτικό, αν αναλογιστούμε την αυστηροποίηση των διατάξεων περί ρύπων και τα εν δυνάμει πρόστιμα που καλούνται να πληρώσουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες.
Έχοντας υπόψη αυτό το «πεπρωμένο φύγειν αδύνατο», οφείλουμε, αν μη τι άλλο να «καταλάβουμε» την ηλεκτροκίνηση.
Ο σχεδιασμός για τη διαδικασία των δοκιμών, ξεκίνησε από το χαρτί και τον χάρτη. Από το χαρτί για τα δεδομένα των αυτοκινήτων και από το χάρτη για τις διαδρομές. Όσον αφορά στο πρώτο, το αρχικό ζητούμενο ήταν απλό: Η δοκιμή των αμιγώς ηλεκτροκίνητων μοντέλων που πωλούνται στην χώρα μας με έμφαση στις μετρήσεις περί αυτονομίας, κατανάλωσης και φόρτισης. Σχετικά με το δεύτερο ωστόσο, τα πράγματα περιπλέχθηκαν. Το lockdown λόγω της πανδημίας δεν επέτρεπε τις μετακινήσεις εκτός νομού, αν και αυτό ήταν ένα ευεπίλυτο πρόβλημα, αφού ως δημοσιογράφοι θα είχαμε τη δυνατότητα «εξόδου» από τα όρια της Αττικής.
Ο γρίφος, ήταν οι αβυσσαλέες διαφορές στις αυτονομίες των μοντέλων υπό δοκιμή. Από τα 153 χιλιόμετρα του Smart EQ στα 484 χιλιόμετρα του Hyundai Kona Electric (θεωρητικές αυτονομίες) η -κυριολεκτική- απόστασή είναι χαώδης. Στο παραπάνω, προστίθεται και το στοιχείο της μικτής διαδρομής, αφού η μέτρηση των παραμέτρων της κατανάλωσης ενός οποιουδήποτε αυτοκινήτου, πρέπει να λαμβάνει χώρα υπό διαφορετικές οδικές και οδηγικές συνθήκες. Πολλώ μάλλον όταν μιλάμε για ηλεκτροκίνητα μοντέλα στην Ελλάδα, που η έννοια του «range anxiety», του «άγχους αυτονομίας», βρίσκει το νόημα της.
Το κατάλληλο πεδίο ήταν οι αστικές και περιαστικές διαδρομές της Αττικής, αφού περιλαμβάνουν τα πάντα: Από «κλειστό» αυτοκινητόδρομο, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες επαρχιακούς δρόμους με διαδοχικές στροφές, και επιβαρυμένες κυκλοφοριακά συνθήκες πόλης. Η κυκλική διαδρομή των 140 χιλιομέτρων, περίπου, που επελέγη, περιλάμβανε μέρος της Αττικής Οδού, το σύνολο των Λεωφόρων Λαυρίου, Αθηνών-Σουνίου και Βουλιαγμένης, μέρος της Λεωφόρου Κηφισίας και μικρότερες οδούς, έως τα γραφεία του περιοδικού (τόσο η Βουλιαγμένης (τόσο η Βουλιαγμένης, όσο και η Κηφισίας και φυσικά οι μικρότεροι δρόμοι, ήταν αυτοί με τον αυξημένο κυκλοφοριακό φόρτο).
Όμως, η επιλογή της διαδρομής ήταν επιβεβλημένη για έναν ακόμη -βασικότατο- λόγο. Πέραν των -πέντε- wallbox φορτιστών που πλέον έχουμε εγκατεστημένους στα γραφεία του Quattroruote, ήταν απαραίτητη η μέτρηση σε ένα ταχυφορτιστή (εν προκειμένω των 43 kW) και το «Polis Park» της οδού Ριζάρη, που γειτνιάζει με το Πολεμικό Μουσείο στο κέντρο της Αθήνας, αποδείχτηκε η ιδανική λύση και αποτέλεσε «waypoint» του δρομολογίου.
ΠΑΝ (ΧΙΛΙΟ)ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ
Η ομαδοποίηση των ηλεκτρικών μοντέλων, δεν είναι δύσκολη, είναι ανεδαφική. Προφανώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις σχετικά με το αμάξωμα, τους κινητήρες και την απόδοση, τις αυτονομίες και, φυσικά, τις τιμές. Αυτό που δεν υπάρχει είναι πλήθος, ευρείες γκάμες και σαφείς κατηγορίες. Ούτως ή άλλως, σε αυτό το μεγάλο αφιέρωμα στην ηλεκτροκίνηση, η πρόθεσή μας δεν ήταν οι συγκρίσεις. Βασικός σκοπός υπήρξε η ανεξάρτητη δοκιμή του κάθε μοντέλου και, κυρίως, οι μετρήσεις σχετικά με τις παραμέτρους της κατανάλωσης: Αποκλίσεις μεταξύ των ενδείξεων αυτονομίας και των χιλιομέτρων που διανύθηκαν, ενδεικτικοί χρόνοι φόρτισης σε διαφορετικούς φορτιστές, μέση κατανάλωση.
Έτσι, τα μοντέλα ομαδοποιήθηκαν απολύτως τυχαία και ανάλογα με την δυνατότητα διάθεσής τους εκ μέρους των εταιριών, διέτρεξαν την ίδια ακριβώς διαδρομή με αμελητέες διαφοροποιήσεις (και εξαίρεση το Smart EQ, για το οποίο επελέγη αποκλειστικά αστική διαδρομή) και οδηγήθηκαν με τους ίδιους ρυθμούς. Αν υπήρξαν διαφορές, αυτές εντοπίζονται στις καιρικές συνθήκες: Από ανοιξιάτικες θερμοκρασίες των 20+ βαθμών, στο πολικό ψύχος της «Μήδειας», σε φυσιολογικές τιμές για την εποχή.
Όλα τα μοντέλα εκκίνησαν με την μπαταρία στο 100% και φορτίστηκαν επί δεκαλέπτου τόσο στον ταχυφορτιστή κατά τη διάρκεια της διαδρομής, όσο και στο wallbox, μετά το τέλος της δοκιμής. Ενδείξεις σχετικά με την συνολική αυτονομία (και την μπαταρία πλήρως φορτισμένη) καταγράφηκαν στην εκκίνηση, αλλά και τρεις ακόμη φορές, στο Λαύριο και στη διαδικασία των φορτίσεων. Επίσης, καταγράφηκε και η μέση κατανάλωση για το σύνολο των χιλιομέτρων που διανύθηκαν.
ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ
Ο εξηλεκτρισμός της αυτοκίνησης μοιάζει βίαιος και απότομος, αλλά πρόκειται για μια λανθασμένη εντύπωση που οφείλεται στη ελληνική πραγματικότητα. Πανευρωπαϊκά, μιλάμε για μια σταδιακή και σίγουρα ηπιότερη διαδικασία, που μετρά ήδη πάνω από μία δεκαετία. Το βέβαιο είναι ότι, όντως, δεν πρόκειται για μια απλή «τάση» της αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά για την μορφή των πραγμάτων που θα έρθουν. Και μάλιστα πολύ πιο σύντομα απ’ όσο φανταζόμαστε ή ελπίζουμε. Θα είμαστε καταδικασμένοι στην γραφικότητά μας, αν αρχίσουμε από τώρα να αναπολούμε «τις παλιές καλές εποχές», προκρίνοντας έναν εκκεντρικό νεολουδιτισμό. Είναι άλλο η νοσταλγία, και άλλο ο εξωραϊσμός του παρελθόντος και η επίκλησή του ως αντίβαρο στο ανυπόληπτο παρόν.