Για ακόμα μια φορά βρίσκομαι να οδηγώ στον αυτοκινητόδρομο Αθηνών -Λαμίας, η τρίτη φορά μέσα σε 9 ημέρε, με τη Ducati Multistrada.
Κείμενο-Φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος
Η πρώτη φορά ήταν με ένα DS4 που ταξίδεψα έως την Καστοριά και τα 3 5 Πηγάδια, ενώ τη δεύτερη φορά πήγα στο Πήλιο με ένα Ford Raptor. Σε αυτή τη τρίτη φορά τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά καθώς αντί για κάθισμα αυτοκινήτου, βρίσκομαι στη σέλα μια μοτοσυκλέτας, και συγκεκριμένα της Ducati Multistrada V2. Ο σημερινός προορισμός; Ο γύρος της Στερεάς Ελλάδας σε μια ημέρα, μια βόλτα που έχω κάνει κάποιες φορές, και συνδυάζει τα πάντα, από αυτοκινητόδρομο έως μικρούς επαρχιακούς δρόμους, θάλασσες, λίμνες, πεδιάδες, βουνά χωρίς βλάστηση, καταπράσινα δάση, πόλεις και γραφικά χωριά. Δηλαδή μια διαδρομή 660 χιλιομέτρων που περιλαμβάνει τα πάντα και τη συνιστώ ανεπιφύλακτα στους χιλιομετροφάγους, δηλαδή στους αναβάτες που ο χρόνος σταματά όταν βρίσκονται σε μια σέλα.
Η Ducati Multistrada είναι μια μοτοσυκλέτα που εύκολα μπορεί να προσεγγίσει ταχύτητες κοντά στα 200χλμ/ώρα οπότε η οδήγηση της στο νόμιμο όριο του αυτοκινητόδρομου την κάνει να χασμουριέται. Ακόμα και οι στροφές της Υλίκης και του Θεολόγου, δεν μπορούν να τη βγάλουν από χαλαρή κίνησή της οπότε ένα cruise control θα ήταν απαραίτητο. Εδώ να σημειώσω ότι δεν είναι αναγκαίο αλλά κακά τα ψέματα έχω καλομάθει με την αντίστοιχη λειτουργία των τετραχρόνων. Παρατήρηση δεύτερη. Οι χούφτες, που έχουν ενσωματωμένα και τα φλας, μπορεί να είναι σχετικά μικρές στο ύψος αλλά βοηθούν στο να κρατούν το αέρα μακριά από τα χέρια του οδηγού. Το ίδιο και η ρυθμιζόμενη ζελατίνα, που την έχω βάλει στη ψηλότερη θέση και παρά τα εκατόν ογδόντα επτά εκατοστά μου προστατεύει πλήρως, στέλνοντας τον αέρα πάνω από τους ώμους μου. Το μυστικό για να διασχίζεις τους αυτοκινητόδρομους χωρίς να το καταλαβαίνεις είναι να προσπαθείς να κάνεις όσο πιο χαλαρό οδήγημα μπορείς, πάντα με τη συνοδεία της αγαπημένης σου μουσικής. Ή να πας τέρμα γκάζι.
Κάποια στιγμή ο αυτοκινητόδρομος τελειώνει, και πλέον μπορείς να αποφύγεις την πόλη της Λαμίας και τα φανάρια της, και βρίσκομαι στον επαρχιακό δρόμο για Καρπενήσι. Και εδώ υπάρχουν μεγάλες ευθείες, που όμως σιγά σιγά δίνουν τη θέση τους σε στροφές, που όλο και στενεύουν όσο ανεβαίνεις προς τον Τυμφρηστό. Σαν να σε προετοιμάζει ο δρόμος για μια καλύτερη γνωριμία με τη μοτοσυκλέτα, αν και η Multistrada δεν έχει κάποια τέτοια ανάγκη καθώς οι μηχανικοί της Ducati έχουν βρει το ιδανικό set up. Είναι άνετη για να μην κουράζει τον ή τους αναβάτες της, αλλά όσο οι στροφές πληθαίνουν θέλει να φανερώσει το ιταλικό της ταπεραμέντο. 'Άλλωστε η Ducati είναι μια εταιρία που έχει συνδέσει απόλυτα τη σπορ οδήγηση με τις μοτοσυκλέτες της. Ακόμα και σε μια μοτοσυκλέτα που έχει πιο all-round προσανατολισμό και είναι ιδανική για ταξίδια.
Μεγάλο τιμόνι, πολύ καλά φρένα, άμεση -αλλά και φιλική για Ducati- απόκριση του κινητήρα σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά όπως πάντα ελαστικά της Pirelli κάνουν τη γρήγορη οδήγηση εύκολη και ασφαλή, και έτσι το Καρπενήσι, το Μικρό Χωριό, ο Γαύρος περνούν δίχως να το καταλάβω, για να κάνω τη πρώτη μου στάση σε ένα αγαπημένο μέρος, δηλαδή εκεί που ο Καρπενισιώτης ποταμός συναντά ένα στενό φαράγγι που ο δρόμος το έχει σκάψει για να καταφέρει να περάσει από το στενό άνοιγμα. Μια μικρή ανάπαυλα για να γεμίσει με όμορφες εικόνες ο εγκέφαλος, η ψυχή και η κάρτα της φωτογραφικής μηχανής και συνεχίζω για Προυσό, ένα χωριό που είναι ιδιαίτερα γνωστό για το μοναστήρι που είναι φτιαγμένο σε μια απότομη πλευρά του φαραγγιού.
Αμέσως μετά τον Προυσό εμφανίζονται και τα πρώτα έλατα, αλλά και μαζί τους αρκετό χιόνι, κατάλοιπο της κακοκαιρίας "Barbara". Ο δρόμος είναι ανοικτός αλλά το αρκετό αλάτι που έχουν ρίξει καθώς σε αυτά τα μέρη ο πάγος είναι συχνό φαινόμενο -παρά την ηλιόλουστη μέρα το θερμόμετρο της Multistrada δείχνει 4 βαθμούς Κελσίου, κάνει τη μοτοσυκλέτα να γλιστράει οπότε αναγκαστικά ο ρυθμός μου είναι αρκετά αργός έως να περάσω το βουνό και να αρχίσω να κατηφορίζω προς τη λίμνη Τριχωνίδα, για μια στάση στο Θέρμο, προς ανεφοδιασμό αναβάτη και μοτοσυκλέτας. Αμέσως μετά ξεκινώ μια πιο σβέλτη οδήγηση- επιλέγοντας και το πρόγραμμα "Sport"- στις γρήγορες στροφές που ακολουθούν έως τη Ναύπακτο, μέσω της γέφυρας Μπανιά.
Μετά τα βουνά και το χιόνι, ο παραθαλάσσιος δρόμος Ναυπάκτου-Ιτέας μοιάζει ότι είναι σαν να είναι σε άλλη χώρα, και σε συνδυασμό με τη θερμοκρασία που σκαρφάλωσε στους 14 βαθμούς και τη νηνεμία που κάνει τη θάλασσα να είναι γαλήνια είναι να έχω ταξιδέψει ξαφνικά από το χειμώνα στο καλοκαίρι. Και είναι αυτή η ποικιλομορφία και η εναλλαγή του τοπίου που κάνει τον τόπο αυτό τόσο ξεχωριστό, και όχι γιατί θέλω ντε και καλά η χώρα μου να είναι η ομορφότερη του κόσμου. Για όσους θέλουν κάτι διαφορετικό, πιο ήσυχο και αληθινό, θα προτείνω την επίσκεψη ή τη διαμονή σε αυτά τα παραθαλάσσια χωριουδάκια του Κορινθιακού κόλπου, που ζουν σε σχετική αφάνεια, και γιατί έχουν δύο αξιόλογους προορισμούς να τους κυκλώνουν, όπως είναι η Ναύπακτος και το Γαλαξίδι.
Η τελευταία στάση είναι στο γνωστό χώρο στάθμευσης πριν την Αράχοβα, που ευτυχώς είναι καθημερινή και δεν είναι γεμάτη κόσμο. Η τελευταία φωτογραφία με θέα το χειμωνιάτικο παραθεριστικό κέντρο και ουσιαστικά για μένα από αυτό το σημείο ξεκινά ο δρόμος της επιστροφής. Φθάνοντας στο σπίτι μου στο οδόμετρο της Multistrada είναι 660 χιλιόμετρα περισσότερα αλλά οι εικόνες που κατέγραψα είναι πολύ πολλές περισσότερες.