Hi-tech πολυμορφική για κάθε οδηγικό πεδίο, δυναμική προσαρμοστικότητα σε ότι και αν ζητήσει ο αναβάτης: Μια μοτοσυκλέτα για τα πάντα!
Του Ηλία Λαΐτσα / Φωτογραφίες Ναυσικά Βασιλειάδου
Mοντέλο με ιστορία
Η Ducati Multistrada παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2003, εξοπλισμένη με κινητήρα 1000 κ.εκ., ενώ το 2005 προστέθηκε στην γκάμα των Multistrada ένα μικρότερο αδελφάκι, με κινητήρα 620 κ.εκ. Την ίδια χρονιά, η Ducati βελτίωσε τη Multistrada 1000DS σε έκδοση S. Οι διαφορές με την απλή έκδοση εντοπίζονται σε κάποια στοιχεία carbon, στους μαύρους τροχούς, στο μεγαλύτερο αλουμινένιο τιμόνι και στην τοποθέτηση Ohlins αναρτήσεων.
Δύο χρόνια αργότερα, ο κινητήρας αναβαθμίστηκε στα 1.100 κ.εκ., προσφέροντας έτσι περισσότερη ροπή, ενώ οι αναρτήσεις αναβαθμίστηκαν σε ρυθμιζόμενες. Παράλληλα, η κυκλοφορία του μικρού Multistrada των 620 κ.εκ. σταμάτησε.
Το 2010, η Ducati κυκλοφόρησε το Multistrada 1200, δανειζόμενη τον κινητήρα των 1.198 κ.εκ. από τη Supersport κατηγορία της εταιρίας. Επίσης, ήταν και το πρώτο Multistrada με throttle by wire (ηλεκτρική διαχείριση γκαζιού).
Η Ducati είναι μια από τις εταιρίες που δεν σταματά να εξελίσσει τις μοτοσικλέτες της. Έτσι, το 2015 τοποθέτησε στην τρίτη γενιά της Multistrada τον κινητήρα Testastretta 11° DVT των 1.262 κ.εκ. με 160 ίππους και 136 Nm ροπής. Ο ίδιος κινητήρας που εξοπλιζόταν και η Diavel της ίδιας χρονιάς.
To 2021, η Ducati κυκλοφόρησε την τέταρτη γενιά Multistrada. Αυτή τη φορά, ο κινητήρας είναι ο V4 Grantourismo των 1.158 κ.εκ., με 170 ίππους και 125 Nm ροπής.
Ο γύρος της Αττικής σε 4+1 στάσεις
Ο προσανατολισμός της Ducati Multistrada V4S Grand Tour φωνάζει πως είναι ταξιδιωτικός. Με ένα τέτοιο τεχνολογικό διαμάντι, αλλά και «Grand Tour» στα χέρια μας, το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι ένα mini tour της Αττικής. Έτσι, επιλέξαμε 4+1 αγαπημένα σημεία για να τα επισκεφτώ με τη μεγάλη Ιταλίδα. Σκοπός ήταν να δω πώς συμπεριφέρεται τόσο στα ανοιχτά και μεγάλα κομμάτια όσο και στα πιο στενά και στριφτερά.
Το μόνο πρόβλημα που είχα να λύσω ήταν το πώς θα συνδύαζα το γύρο αυτόν της Αττικής με την φωτογράφηση της μοτοσικλέτας. Ένα πρόβλημα που λύθηκε γρήγορα, με ένα τηλεφώνημα στη Ναυσικά (φωτογράφος). Η εμπειρία της στη συνοδήγηση της μοτοσικλέτας αλλά και τα φωτογραφικά της «κλικ» ήταν όλα όσα χρειαζόμουν. Η ώρα και το σημείο συνάντησης αποφασίστηκε και έτσι το μόνο που έλειπε ήταν η παραλαβή της Ducati Multistrada V4S Grand Tour.
Εμφάνιση που υπόσχεται πολλά
Εξοπλισμένη με όλα της τα καλούδια, η Ducati Multistrada V4S Grand Tour με περίμενε στην αντιπροσωπεία της Ducati στην Αθήνα για να την παραλάβω. Η ανυπομονησία μου δεν κρυβόταν. Έχω ξαναπεί πως η Ducati είναι μια εταιρία στην οποία έχω αδυναμία. Παρ’ όλα αυτά, όπως και σε όλες τις άλλες δοκιμές, ήμουν αποφασισμένος πως θα είμαι αντικειμενικός.
Το εμπρός μέρος της μοτοσικλέτας είναι πλέον τόσο χαρακτηριστικό που δεν μπορείς να την μπερδέψεις με άλλη. Τα δύο εμπρός LED φωτιστικά σώματα μοιάζουν σαν η μοτοσικλέτα να είναι νευριασμένη, καθώς τα LED φώτα ημέρας στο άνω μέρος των σωμάτων μοιάζουν σαν φρύδια τα οποία κάνουν αυτό το φαινόμενο πιο έντονο. Το ρύγχος φυσικά και δεν θα μπορούσε να λείπει, με πλέον χαρακτηριστικό τον αισθητήρα του Adaptive Cruise Control που διαθέτει η μοτοσικλέτα.
Το ρεζερβουάρ είναι μεγάλο για να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερο τον αναβάτη και τα φτερά στο χαμηλότερο μέρος του δείχνουν ότι η Grand Tour υιοθετεί τον Sport χαρακτήρα των υπόλοιπων εκδόσεων Multistrada V4S.
Τόσο η σέλα του αναβάτη όσο και του συνεπιβάτη μοιάζει -όπως συχνά λέμε στο χώρο της μοτοσικλέτας- με πολυθρόνα. Άνετες και μαλακές, είναι ιδανικές για πολλά χιλιόμετρα.
Από τη σέλα του συνεπιβάτη καταλήγουμε στις μεγάλες χειρολαβές και στο όμορφα -αν και υποκειμενικό- σχεδιασμένο πίσω μέρος της μοτοσικλέτας.
Πρώτη στάση: Ναός Ποσειδώνα
Η πρώτη στάση που επιλέχθηκε ήταν ο Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Είναι ένας προορισμός που επισκέπτομαι πολύ συχνά. Μου αρέσει πολύ και η διαδρομή, αλλά και ο προορισμός. Πριν ξεκινήσω να οδεύω προς τα εκεί, πρώτα έπρεπε να παραλάβω τη Ναυσικά από κεντρικό σημείο της Αθήνας. Αφού εξοπλιστήκαμε με νερά (μιας και ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός), τοποθετήσαμε τα πράγματά μας στις δύο βαλίτσες των συνολικά 60 λίτρων που ήταν εξοπλισμένη η μοτοσικλέτα.
Η πλοήγηση μέσω GPS ήταν απαραίτητη για όλη τη διάρκεια του mini tour, μιας και τα χιλιόμετρα που είχαμε να διανύσουμε, ξεπερνούσαν τα 240. Για το λόγο αυτόν, εγκατέστησα την εφαρμογή Ducati Connect στο κινητό μου για να συνδεθώ με τη μοτοσικλέτα, καθώς επίσης και την εφαρμογή Sygic για πλοήγηση. Με αυτόν τον τρόπο η Ducati προσφέρει τη δυνατότητα απεικόνισης του χάρτη στη μεγάλη και ευδιάκριτη οθόνη των 6,5 ιντσών. Εδώ είναι ένα μελανό σημείο για την ιταλική φίρμα. Η σύνδεση του τηλεφώνου με τη μοτοσικλέτα απαιτεί το κινητό να παραμένει μονίμως αναμμένο. Αυτό, ειδικά για μεγάλες αποστάσεις, σημαίνει πως το τηλέφωνο θα πρέπει να βρίσκεται συνεχώς στη φόρτιση. Η Ducati παρέχει αυτή τη δυνατότητα, μέσω μιας θύρας USB μέσα στο ντουλαπάκι που βρίσκεται στο ρεζερβουάρ, μπροστά από τον αναβάτη. Με τα κινητά τηλέφωνα το 2024 όμως να τείνουν πιο κοντά σε tablet, ήταν δύσκολο να χωρέσει μέσα στο ντουλαπάκι, μαζί με το καλώδιο φόρτισης. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως πάνω στο πορτάκι από το ντουλαπάκι η Ducati έχει προσαρμόσει ένα μικρό ανεμιστηράκι, με σκοπό να μην υπερθερμαίνεται το κινητό τηλέφωνο και κλείνει. Εντέλει, όμως, επέλεξα να τοποθετήσω στο τιμόνι μια ξεχωριστή βάση τηλεφώνου και να χρησιμοποιήσω άλλη εφαρμογή πλοήγησης.
Η χαρτογράφηση ρυθμίστηκε στην επιλογή Urban χωρίς να χρειαστεί η πλοήγηση στο μενού, αλλά απλά πατώντας το κουμπί «Mode». Πολύ βολικό να παρέχουν οι εταιρίες κατασκευής μοτοσικλετών μια τέτοια λύση για την εναλλαγή των χαρτογραφήσεων. Ειδικά στις μέρες μας, που τα ηλεκτρονικά γίνονται ολοένα και περισσότερα, αλλά και πολυπλοκότερα. Έτσι, η απόκριση του γκαζιού ήταν αρκετά ομαλή και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εύκολη και άνετη διέλευση μέσα από την κίνηση.
Η θέση οδήγησης ήταν άψογη. Τα χέρια τοποθετούνταν σε μια πολύ άνετη και φυσική θέση και η εργονομία του ρεζερβουάρ επέτρεπε στα πόδια να σφίξουν με άνεση επάνω του. Όπως πρέπει να είναι μια μοτοσικλέτα στην οποία θα βρίσκεται ο αναβάτης για πολλές ώρες.
Αφού περάσαμε τη Γλυφάδα, η κίνηση άρχισε σιγά σιγά να «σπάει». Η αίσθηση ότι βγαίνουμε από το αστικό περιβάλλον έκανε το δεξί χέρι να περιστραφεί λίγο παραπάνω, με τη Multistrada να μην αρνείται ακόμη και με τη χαρτογράφηση Urban. Αξίζει να σημειωθεί πως όλες οι χαρτογραφήσεις είναι παραμετροποιήσιμες. Ο αναβάτης μπορεί να επιλέξει το πώς θέλει να συμπεριφέρονται οι αναρτήσεις, ο κινητήρας, το ABS, το Traction Control κ.λπ.
Μετά τη Βάρκιζα, άλλαξα τη χαρτογράφηση από Urban σε Touring. Η απόκριση του γκαζιού έγινε ελαφρώς πιο άμεση, διευκολύνοντας έτσι τις επιταχύνσεις και τις προσπεράσεις. Η ταχύτητα είχε αρχίσει να ανεβαίνει, με τα μάτια μου να κοιτούν συχνά-πυκνά την οθόνη για να μπορώ να έχω μια καλύτερη αίσθηση σχετικά με τη ταχύτητα που κινούμουν. Η ποιότητα κύλισης της μοτοσικλέτας έδινε την αίσθηση ότι η ταχύτητα ήταν μικρότερη από αυτή που πραγματικά ήταν.
Χωρίς να το καταλάβουμε, αφήσαμε πίσω την Ανάβυσσο και την Παλαιά Φώκαια και έτσι βρεθήκαμε στα πιο στενά και στριφτερά σημεία της διαδρομής. Άλλαξα για μια ακόμη φορά τη χαρτογράφηση. Η επιλογή μου ήταν η Sport. Ενεργοποίησα το Quickshifter που διαθέτει η μοτοσικλέτα, μείωσα την παρεμβατικότητα του ABS καθώς και του Traction Control και ρύθμισα τις αναρτήσεις ελάχιστα πιο σκληρές. Έτσι, μετά από ένα «ΟΚ» της Ναυσικάς και με αρωγό την εμπειρία της στο κομμάτι του συνεπιβάτη, η οδήγηση έγινε λίγο πιο σπορτίφ. Η Ducati Multistrada V4S Grand Tour ακολουθούσε με ακρίβεια τις γραμμές που ήθελα, ενώ η συνεργασία μου με τα φρένα αλλά και το Traction Control ήταν ιδανική. Όσο τοποθετούσα το σώμα στο εσωτερικό της στροφής και τα πόδια έσφιγγαν το ρεζερβουάρ, τα χέρια παρέμεναν χαλαρά και η αίσθηση ήταν σαν να βρισκόμουν σε ράγες τρένου.
Η ταμπέλα «Ναός του Ποσειδώνα» έδειχνε το δρόμο προς τα δεξιά και, αφού ανηφορήσαμε για λίγα μέτρα, είχαμε πλέον φτάσει. Ο ήλιος, αν και απόγευμα, ήταν ακόμα δυνατός. Χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις, ανοίξαμε τις βαλίτσες της Ducati, πήραμε τον απαραίτητο εξοπλισμό και ξεκινήσαμε τη φωτογράφιση. Έπειτα από λίγη ώρα και αφού είχαμε ολοκληρώσει τη φωτογράφιση, ανεβήκαμε στη σέλα της V4S Grand Tour και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό, αφού πρώτα δροσιστήκαμε με μερικές γουλιές νερό.
Μεγάλο ρόλο στη διαχείριση του όγκου αλλά και του βάρους (μοτοσικλέτας, εξοπλισμός, συνεπιβάτης) έπαιξε η ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενη πίσω ανάρτηση, η οποία με το πάτημα ενός κουμπιού στο αριστερό μέρος του τιμονιού χαμήλωνε και έτσι με βοηθούσε να πατάω καλύτερα στο έδαφος όταν η Ναυσικά έπρεπε να κατέβει ή να ανέβει στη μοτοσικλέτα, αλλά και όταν το έδαφος είχε διάφορες ανωμαλίες.
Επόμενη στάση: Φράγμα λίμνης Μαραθώνα
Αφήσαμε πίσω τον Ναό του Ποσειδώνα με σκοπό να κινηθούμε προς Λαύριο. Αυτό το κομμάτι της διαδρομής ήταν ακόμη πιο στενό. Με μεγάλη προσοχή στα διερχόμενα αυτοκίνητα, η διέλευση ήταν ομαλή, αν και η χαρτογράφηση δεν είχε αλλάξει. Αφού περάσαμε Κερατέα και Μαρκόπουλο, μια σχετικά σύντομη διέλευση από την Αττική Οδό. Άλλαξα χαρτογράφηση και πάλι στην Τouring. Ήταν η πρώτη ευκαιρία της Multistrada να μου αποδείξει το πώς συμπεριφέρεται σε μεγάλους δρόμους, με μεγάλες ευθείες και πιο υψηλές ταχύτητες. Η απάντηση; Συμπεριφορά σχεδόν αυτοκινήτου!
Οι 170 ίπποι με τα 125 Nm ροπής και τα 1.158 κ.εκ. ήταν υπεραρκετά να «ξεκολλήσουν» το σύνολο μοτοσικλέτα – αναβάτης – συνεπιβάτης – εξοπλισμός, με χαρακτηριστική ευκολία. Ένα μικρό άνοιγμα του γκαζιού ανέβαζε τα νούμερα στην οθόνη χωρίς δισταγμό. Μετά από μερικά χιλιόμετρα, ενεργοποίησα το Adaptive Cruise Control θέλοντας να δω τη συμπεριφορά του. Ο τρόπος ενεργοποίησής του, αλλά και η ρύθμιση ταχύτητας ήταν παιχνιδάκι. Μέσω ενός απλού και εύχρηστου επιλογέα στο αριστερό μέρος του τιμονιού, είναι πολύ εύκολο για τον αναβάτη να κάνει τις ρυθμίσεις που θέλει, καθώς επίσης βρίσκεται εργονομικά και σε πολύ καλό σημείο. Έτσι ο αναβάτης δεν μπερδεύεται με τους υπόλοιπους επιλογείς. Κινούμενοι στην αριστερή λωρίδα της Αττικής Οδού, έπειτα από λίγη ώρα, βρέθηκε ένα αυτοκίνητο μπροστά το οποίο κινούταν με μικρότερη ταχύτητα. Αυτό ήταν η πρόκληση για το Adaptive Cruise Control. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα ώστε να προσαρμοστεί ομαλά και χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις στην ταχύτητα του προπορευόμενου αυτοκινήτου. Η επιβράδυνση ήταν ομαλή και η διατήρηση της ταχύτητας ήταν τέτοια σαν να είχε ρυθμιστεί το Cruise Control εξαρχής σε αυτήν. Όταν το προπορευόμενο αυτοκίνητο άλλαξε λωρίδα, η επιτάχυνση της Ducati Multistrada V4S Grand Tour ήταν το ίδιο ομαλή με την επιβράδυνση, παρέχοντας μια αίσθηση ασφάλειας. «Μπράβο στην Ducati».
Πήραμε την έξοδο προς Μαραθώνα και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς το Μάτι και τη Νέα Μάκρη. Σε αυτό το σημείο, η κίνηση ήταν και πάλι λίγο πιο έντονη. Οι πλαϊνές βαλίτσες δυσκόλευαν λίγο τους ελιγμούς, με αποτέλεσμα να παραμένω για αρκετή ώρα πίσω από τα αυτοκίνητα. Αυτό δεν άρεσε και πολύ στην Ducati. Η θερμοκρασία του κινητήρα έφτασε στους 103°C και το βεντιλατέρ έπιασε δουλειά. Ακόμα και έτσι, όμως, δεν ένιωσα τη ζέστη να χτυπά στα πόδια μου.
Περάσαμε μέσα από τον Μαραθώνα και έπειτα από μερικές στροφές είδαμε το κόκκινο φανάρι του φράγματος, το οποίο δεν μας επέτρεπε να προχωρήσουμε, μιας και η διέλευση από το φράγμα είναι μίας λωρίδας. Τα φανάρια επιτρέπουν μία κατεύθυνση των οχημάτων. Εκεί, με τον ήλιο πλέον να έχει «μαλακώσει», ανοίξαμε και πάλι τις βαλίτσες και η Ναυσικά ξεκίνησε πάλι τα μαγικά της, με εμένα να εκτελώ και χρέη μοντέλου (…τρομάρα μου)!
Έπειτα από μερικά γρήγορα αλλά σωστά κλικ της φωτογραφικής μηχανής, επιτρέψαμε και πάλι την ορθή κυκλοφορία των αυτοκινήτων από το φράγμα. Όλος ο εξοπλισμός επανατοποθετήθηκε στις βαλίτσες της Ducati και η Ναυσικά πήρε και πάλι τη θέση του συνεπιβάτη. Η διέλευση από το φράγμα είναι πάντοτε μια εμπειρία, η οποία σε κάνει να μην μπορείς να αποφασίσεις από ποια μεριά του φράγματος είναι πιο ωραία να κοιτάς.
Τρίτη στάση: Λίμνη Μπελέτσι
Αφήνοντας πίσω το φράγμα του Μαραθώνα, ο επόμενος προορισμός είναι από αυτούς που ενώ δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το κέντρο της Αθήνας, πολλοί από εμάς το επισκεπτόμαστε σπάνια, παρά τη δημοφιλία των τελευταίων ετών. Επιλέξαμε να μην κινηθούμε από την εθνική οδό και έτσι η διαδρομή ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα με κάμποσες στροφές. Επίσης γλιτώσαμε και έναν σταθμό διοδίων, ο οποίος, εδώ που τα λέμε, δεν είχε και πολύ νόημα για τον προορισμό που θέλαμε να πάμε.
Η Ducati Multistrada V4S Grand Tour είχε γίνει πλέον ένα με εμάς και κάθε στροφή που πλησιάζαμε την περνούσε πριν καν καλά καλά το καταλάβουμε. Το βλέμμα μου κοιτούσε μακριά και, παρότι δικάβαλο και με βαλίτσες, η συμπεριφορά της μοτοσικλέτας με έκανε να μη διστάζω να ανοίξω το γκάζι λίγο παραπάνω. Η διαδρομή μού ήταν αρκετά γνώριμη, μιας και το Riding School Θανάσης Χούντρας βρίσκεται πολύ κοντά στη λίμνη και τη γύρω περιοχή τη «χρησιμοποιούμε» αρκετά κάποιοι εκπαιδευτές για τις προσωπικές μας βόλτες. Έχοντας λοιπόν οδηγήσει πολύ στη διαδρομή αυτή, είχα το πλεονέκτημα να συγκρίνω την Ducati με άλλες μοτοσυκλέτες. Η αίσθηση που άφηνε η Multistrada ήταν σαν να την είχα στα χέρια μου από πάντα. Σαν να ήταν η προσωπική μου μοτοσικλέτα. Κανένα άγχος. Καμία έκπληξη. Μόνο σταθερότητα, ακρίβεια και ροπή. Όποτε χρειάστηκα να χρησιμοποιήσω κάποια από τις δυνατότητές της, μου την πρόσφερε απλόχερα και άμεσα.
Με το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας στο αριστερό μας χέρι, το GPS μάς ενημερώνει να στρίψουμε δεξιά και έπειτα αριστερά. Μετά από λίγα μέτρα, η λίμνη αποκαλύπτεται στα δεξιά. Ένα μικρό χαμόγελο έσκασε μέσα από το κράνος. Είμαι και εγώ από εκείνους που δεν την επισκέπτομαι συχνά, αν και είναι πολύ κοντά μου. Η ώρα που φτάσαμε ήταν ιδανική. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, προσφέροντας πολύ όμορφα χρώματα αλλά και μια πιο δροσερή θερμοκρασία. Οι εξοικειωμένες με τους ανθρώπους πάπιες έκαναν τις βόλτες τους γύρω μας, όσο εμείς είχαμε ήδη κατέβει από τη μοτοσικλέτα και την τοποθετούσαμε στο διπλό stand. Η Ducati ήταν απλά υπέροχη…! Δύο ανθρώπινες κατασκευές (μοτοσικλέτα και τεχνητή λίμνη), οι οποίες απέχουν σχεδόν 50 χρόνια η μία από την άλλη, με κάποιον περίεργο τρόπο εναρμονίστηκαν. Δύο τόσο διαφορετικές κατασκευές, που όμως έμοιαζαν να ποζάρουν ομοιόμορφα μπροστά στον ίδιο φακό!
Για μια ακόμη φορά, αφού μαζέψαμε τα πράγματά μας, ξεκινήσαμε να κάνουμε τη διαδρομή προς τα πίσω για να βγούμε και πάλι στην εθνική οδό, κατευθυνόμενοι προς την Αττική Οδό και από εκεί προς δυτικά. Στα 40 λεπτά διαδρομής που είχαμε να διανύσουμε, η Ducati Multistrada V4S Grand Tour είχε και πάλι μπροστά της μεγάλες ευθείες και αρκετά χιλιόμετρα.
Τέταρτη στάση: Αρχαιολογικός χώρος Ελευσίνας
Η μπάρα της Αττικής Οδού ανοίγει και η Ducati ξεκινά και αρχίζει να επιταχύνει. Η χαρτογράφηση παραμένει στην επιλογή Touring και η ευθεία της Αττικής Οδού απλώνεται μπροστά μας. Τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν και ο αέρας χτυπά λίγο πιο έντονα το κράνος μου. Εδώ η Ducati έρχεται να αντιμετωπίσει ένα ακόμη πρόβλημα, παρέχοντας όμως μια πολύ εύχρηστη λύση. Η ρυθμιζόμενη σε 3 θέσεις ζελατίνα τοποθετείται στην ανώτερη θέση με μια απλή κίνηση του ενός χεριού. Χωρίς κόπο, χωρίς να πάρω και τα δύο χέρια από το τιμόνι και -πολύ σημαντικό- χωρίς να χρειαστεί να σταματήσω. Πλέον αρκετά καλά προστατευμένος από τον αέρα, θυμήθηκα τη σκέψη που είχα κάνει και νωρίτερα, διανύοντας κάποια χιλιόμετρα στην Αττική Οδό. Για άλλη μια φορά ρύθμισα το Adaptive Cruise Control και πλέον με όλες τις παροχές της Multistrada ενεργές ήμουν άνετος να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα!
Όσο ήλιος έδυε, ένα πορτοκαλί φως πάνω στον αριστερό καθρέφτη άρχισε να αναβοσβήνει. Μετά από λίγο η σήμανση αυτή έγινε πιο έντονη και το πορτοκαλί φως αναβόσβηνε γρηγορότερα. Η Ducati με αυτόν τον τρόπο προειδοποιεί τον αναβάτη για όχημα σε νεκρή γωνία. Όσο πιο κοντά είναι το όχημα δίπλα στη μοτοσικλέτα τόσο πιο γρήγορα αναβοσβήνει και η ένδειξη επάνω στον καθρέφτη. Αν σημειώναμε σε τετράδιο τους πόντους που θα δίναμε σε αυτή τη μοτοσικλέτα, το πιο πιθανόν θα ήταν να μας είχαν τελειώσει τα φύλλα. Ασφάλεια και επιδόσεις σε τέλεια αρμονία.
Το «στρίψτε δεξιά» του GPS μάς έφερε να κοιτάμε τον αρχαιολογικό χώρο Ελευσίνας. Αν και οι πόρτες ήταν κλειστές δυστυχώς λόγω της ώρας άφιξής μας, αυτό δεν εμπόδισε το βλέμμα να χαθεί μέσα στα αρχαία και ο θαυμασμός να είναι μεγάλος. Δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε και πολλή ώρα με τη Ναυσικά για το πού θα τοποθετήσουμε τη μοτοσικλέτα για φωτογράφιση. Φυσικά και όσο πιο κοντά στα αρχαία γίνεται. Και εδώ, ενώ υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ των αντικειμένων, η Ducati έδεσε με το όλο σκηνικό σαν να ήταν δεύτερη φύση της.
Τελευταία στάση: Πλάκα
Μετά από σχεδόν 250 χιλιόμετρα οδήγησης έχει έρθει η ώρα τόσο για εμάς αλλά και για την Ducati Multistrada V4S Grand Tour να ξεκουραστούμε. Τα μικρά στενάκια της Πλάκας έκαναν τη μοτοσικλέτα να μοιάζει με θηρίο και οι περαστικοί -τόσο οι ντόπιοι όσο και οι πολλοί τουρίστες- να μην μπορούν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω της. Ο ήλιος έχει δώσει πια τη θέση του στο φεγγάρι και τα LED φώτα της Ducati έκαναν τη νύχτα μέρα. Σε πιο κλειστές στροφές, τα δύο προβολάκια δεξιά και αριστερά φώτιζαν το εσωτερικό της στροφής όταν η μοτοσικλέτα έγερνε.
Ένας ολιγόλεπτος καφές ήταν κάτι που χρειαζόμασταν και έπειτα μια φωτογράφιση που δεν μας δυσκόλεψε καθόλου όσον αφορά το σημείο που θα γινόταν. Από την άλλη, βέβαια, οι περαστικοί ήταν ένα πρόβλημα που θα δυσκόλευε την όλη κατάσταση, με εμένα αυτή τη φορά να εκτελώ χρέη security! Πόσα θα κάνω πια για μια Ducati;!
Κατανάλωση
Η Ducati ανακοινώνει επίσημα πως η Multistrada V4S Grand Tour καταναλώνει 7 λτ./100 χλμ. Δεν θα μπορούσε να πέσει πιο διάνα! Συνολικά διήνυσα σχεδόν 600 χλμ. με τη συγκεκριμένη μοτοσικλέτα για όσο καιρό την είχα στην κατοχή μου. Η κατανάλωση δεν ανέβηκε ποτέ πάνω από τα 7 λίτρα. Απεναντίας, υπήρχαν στιγμές που με ομαλή και σταθερή οδήγηση η κατανάλωση έπεφτε στο 6,8 λτ./100 χλμ.!
Συμπέρασμα
Η Ducati Multistrada V4S Grand Tour είναι μια μοτοσικλέτα που στην πρώτη ματιά σκέφτεσαι «πού θα το πάω εγώ αυτό το θηρίο;». Ειδικά αν είσαι αναβάτης μετρίου αναστήματος. Αυτό όμως αλλάζει από τα πρώτα κιόλας μέτρα και αποδεδειγμένα πλέον μπορεί να ακολουθήσει σε οποιαδήποτε τουριστική πρόκληση. Είναι πολυμορφική και με τις κατάλληλες αλλαγές στα ηλεκτρονικά βοηθήματα κρατά τον αναβάτη και συνεπιβάτη άνετους και ασφαλείς, είτε σε μεγάλους αυτοκινητόδρομους με πολλά χιλιόμετρα είτε σε πιο στενά περάσματα με πολλές στροφές είτε ακόμη και σε σημεία χωρίς ασφαλτόστρωση. Ίσως η κίνηση εντός πόλης να μην είναι το δυνατό της χαρτί αλλά και πάλι, βασιζόμενοι στον όγκο της και στα κιλά της, κάνει τη δουλειά με εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Τι μας άρεσε
– Ευέλικτος κινητήρας
– Εξαιρετική ποιότητα κύλισης
– Εύκολη εναλλαγή μεταξύ χαρτογραφήσεων
– Πολύ καλά προγραμματισμένα ηλεκτρονικά βοηθήματα
– Πολύ καλά φρένα
– Πολύ καλά φώτα
– Εύκολη χρήση των βαλιτσών (άνοιγμα – κλείσιμο και εγκατάσταση – εγκατάσταση)
– Εύχρηστη ρυθμιζόμενη ζελατίνα
– Ένδειξη νεκρής γωνίας
– Χαμήλωμα πίσω ανάρτησης μέσω κουμπιού στο τιμόνι
– Θερμαινόμενη σέλα και grips
– Ευανάγνωστη οθόνη
– Κατανάλωση
Τι δεν μας άρεσε
– Δύσχρηστη συνδεσιμότητα κινητού τηλεφώνου
– Όχι ιδανικός σχεδιασμός θήκης τηλεφώνου
– Η θέση των βαλιτσών δυσκολεύουν τη θέση των ποδιών του συνεπιβάτη
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Κινητήρας: 4χρονος, τετρακύλινδρος, υδρόψυκτος V4 90° Grantourismo
Κυβισμός: 1.158 κ.εκ.
Τροφοδοσία καυσίμου: Ψεκασμός
Μίζα: Ηλεκτρική
Μέγιστη ισχύς: 170 ίπποι στις 10.500 σ.α.λ.
Μέγιστη ροπή: 125 Nm στις 8.750 σ.α.λ.
Κιβώτιο: 6 ταχύτητες (περιλαμβάνεται το Quick Shifter)
Ανάρτηση εμπρός: 50 χιλ. Ανεστραμμένο ηλεκτρονικά πλήρως ρυθμιζόμενο
Διαδρομή εμπρός ανάρτησης: 170 χιλιοστά
Ανάρτηση πίσω: Monoshock ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενη
Διαδρομή πίσω ανάρτησης: 180 χιλιοστά
Φρένα εμπρός: 2x 330 χιλ. δίσκοι, τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες Brembo M50 Stylema
Φρένα πίσω: 1x 265 χιλ. δίσκος, διπίστονη δαγκάνα Brembo
Τροχός εμπρός: 19”
Ελαστικό εμπρός: 120/70/19 Pirelli Scorpion Trail 2
Τροχός πίσω: 17”
Ελαστικό πίσω: 170/60/17 Pirelli Scorpion Trail 2
Ύψος σέλας: 790 έως 875 χιλιοστά
Βάρος (χωρίς υγρά): 218 κιλά
Ρεζερβουάρ: 22 λίτρα
Οθόνη: Έγχρωμη TFT 6,5”
Εγγύηση: 2 χρόνια
Service: Αλλαγή λαδιών κάθε 15.000 χλμ. ή κάθε 2 χρόνια
Ρύθμιση βαλβίδων κάθε 60.000 χλμ.
Τιμή: 30.000€
Όλες οι ειδήσεις
Οδηγούμε το νέο Skoda Kodiaq: Πληθωρικά χαρισματικό
Ducati DesertX Discovery: Φορτωμένο για περιπέτεια!
Η νέα Alfa Romeo Junior διαθέσιμη στην Ελλάδα με τιμή από €29.900!