TRAVEL

Δοκιμή-ταξίδι με τη νέα BMW Σειρά 1 από την Αυστρία στο Μόναχο

dokimi-taxidi-me-ti-nea-bmw-seira-1-apo-tin-afstria-sto-monacho-733921

Κάναμε 600 χιλιόμετρα με τη νέα ήπια υβριδική BMW Σειρά 1 και σας «φέρνουμε» κάτι παραπάνω από πρώτες εντυπώσεις.

του Τρύφωνα Αλεξόπουλου, Φωτογραφίες: Attic Film, BMW Austria, Τ.Α.

Μία «βόλτα» στο Μόναχο δεν θα μας ήταν αρκετή. Στο Quattroruote και στο autotypos.gr λατρεύουμε την οδήγηση και θέλουμε να σας μεταφέρουμε όσο το δυνατόν γίνεται καλύτερα τις εντυπώσεις μας, ειδικά όταν αυτές αφορούν την πρώτη γεύση από ένα νέο μοντέλο, καλή ώρα. Καλεσμένοι λοιπόν της BMW Hellas ταξιδέψαμε μέχρι το Μόναχο, όχι όμως για την Πανευρωπαϊκή παρουσίαση των νεότερων Σειρά 1 και X3, αλλά για ένα ταξίδι οδηγικής απόλαυσης, που μας επιφύλασσε πολλές εκπλήξεις, αλλά και αποκαλύψεις. Στο τιμόνι της Σειράς 1 βρεθήκαμε την δεύτερη ημέρα του ταξιδιού, με αφετηρία την Αυστρία και προορισμό το Recycling & Demontage Center της BMW, μισή ώρα μόλις μακριά από το κέντρο του Μονάχου. Μέσα από ένα ταξίδι 400 σχεδόν χιλιομέτρων όπου περάσαμε από τα ορεινά της Αυστρίας με θέα τις Άλπεις, από μικρά γραφικά χωριά και κωμοπόλεις, αλλά και από τους περίφημους γερμανικούς αυτοκινητόδρομους χωρίς όρια ταχύτητας, η άποψη μας για την βασική, ήπια υβριδική έκδοση 120 είναι πλέον ολοκληρωμένη και η αλήθεια είναι πως ανυπομονούμε να πατήσει ελληνικό έδαφος για να την δοκιμάσουμε ξανά. Μέχρι τότε όμως ας δούμε πως ήταν αυτή η εκτεταμένη πρώτη οδηγική εμπειρία μαζί της.

Η γνωριμία, μέσα-έξω…

Αξέχαστη θα μείνει η μεταμόρφωση της 3ης γενιάς της Σειράς 1 το 2019, όπου πήρε τον δρόμο ενός πιο συμβατικού σε εμφάνιση compact hatchback, με προσθιοκίνητη αρχιτεκτονική και περισσότερους χώρους. Αντιδράσεις τότε πολλές αφού ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε ένα πιο mainstream μοντέλο και τα στοιχεία που την ξεχώριζαν στις δύο προηγούμενες γενιές ήταν παρελθόν. Στοχευμένη κίνηση όμως από τους Βαυαρούς που εν τέλει αποδείχθηκε πετυχημένη, οπότε δικαιολογημένη και η εξέλιξη, χωρίς μάλιστα να περιλαμβάνει ρεύμα. Σε αντίθεση επίσης με άλλα μοντέλα της κατηγορίας, τα οποία για κάποιο λόγω υπερυψώνονται χωρίς να γίνονται απαραίτητα crossover, η Σειρά 1 παραμένει πίστη στην φιλοσοφία ενός hatchback.

Παρότι είναι μια ολοκαίνουργια γενιά, η τέταρτη, αυτό δεν φαίνεται. Η σχεδιαστική της αλλαγή μας θυμίζει περισσότερο ένα facelift αφού έχει αλλάξει στα σημεία και στο μπροστινό μέρος. Με την ίδια σχεδόν βάση, το μήκος της έχει αυξηθεί κατά 42 χλστ. και το ύψος κατά 25, επομένως δεν διαφέρει στις διαστάσεις και πολύ από την προηγούμενη. Την μεγαλύτερη αλλαγή συναντούμε στο μπροστινό μέρος, όπου τα φωτιστικά Full Led σώματα κρατούν την ίδια γραμμή αλλά είναι πιο επιθετικά, αλλά και στον προφυλακτήρα με τους πιο ανοιχτούς αεραγωγούς. Το καπό είναι πιο κεκλιμένο στο μπροστινό μέρος τονίζοντας ακόμα περισσότερο αυτό που αποκαλούμε «ρύγχος καρχαρία», ενώ τα νεφρά της μάσκας μίκρυναν λίγο και απέκτησαν μια πιο οριζόντια εμφάνιση – ματ χρώμιο στην βασική έκδοση ή μαύρο στις M-Sport, με την προαιρετική επιλογή για φωτιζόμενο περίγραμμα από τον Μάρτιο του 2025.

Στο προφίλ οι αλλαγές είναι ελάχιστες, αλλά το ανάγλυφο «1» στο περίφημο Ηofmeister Κink και τα νέα σχέδια των τροχών που φτάνουν τις 19”, κάνουν την διαφορά. Πίσω, ξεκάθαρη είναι η επιρροή από την νέα X2 στα φώτα και τον προφυλακτήρα, αλλά και στην μεγαλύτερη αεροτομή οροφής. Το μοντέλο της δοκιμής μας είχε το πακέτο «M Sport Pro», οπότε συνολικά είναι πιο αγριεμένο στο εξωτερικό, ενώ έχει και διαφοροποιήσεις στον σχεδιασμό των LED. Όμως ακόμα και η βασική έκδοση πλέον είναι έτσι κι αλλιώς πιο σπορ από την αντίστοιχη της 3ης γενιάς. Ένα σημείο το οποίο σίγουρα δεν μας βρίσκει σύμφωνους, είναι η κατάργηση της απόληξης της εξάτμισης σε όλε τις εκδόσεις, πλην της M135, στην εν αντιθέσει  οι διπλές μπούκες μεγάλωσαν κι’ άλλο. Μια σημείωση πριν περάσουμε μέσα στην καμπίνα και για το επικό μεταλλικό χρώμα BMW Individual Frozen Portimao Blue, με το οποίο ήταν βαμμένη «η δική μας» Σειρά 1 και που την έκανε να… λάμπει μέσα στο Αλπικό τοπίο.

Ο εσωτερικός κόσμος της νέας Σειράς 1 άλλαξε πολύ σε σχέση με το παρελθόν και διαφοροποιείται επίσης πολύ από την Χ1 και την X2, με αρκετές τσαχπινιές στο ταμπλό και χρήση λεπτομερειών από αλουμίνιο. Το μεγαλύτερο κοινό που έχει με τα Compact SUV της οικογένειας είναι η διπλή οθόνη που ακούει στο όνομα Curved Display και παντρεύει μια οθόνη 10,25” για τον οδηγό και μια 10,7” για το infotainment. Το τελευταίο τρέχει τη νεότερη έκδοση του λογισμικού συστήματος Operating System 9, με όλες τις συνδεδεμένες υπηρεσίες, το ConnectedDrive Store με παιχνίδια και εφαρμογές streaming, την πλατφόρμα παιχνιδιών Air Console και πολλά ακόμα. Η απόκριση είναι όντως κορυφαία, όπως επίσης και η απεικόνιση, με τις αλλαγές του συστήματος να το καθιστούν πιο εύχρηστο.

Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει πλέον περιστροφικό χειριστήριο στην κεντρική κονσόλα και όλα γίνονται είτε δια της αφής ή με φωνητικές εντολές στα αγγλικά. Το ίδιο ισχύει και για τον κλιματισμό, αφού με εξαίρεση των πολύ βασικών κουμπιών, όλες οι ρυθμίσεις γίνονται από την οθόνη. Εδώ που τα λέμε όμως, ακόμα και υπό την έντονη βροχή κατά το ταξίδι μας στα ορεινά της Αυστρίας, δεν δυσκολευτήκαμε ιδιαίτερα στην αλλαγή της θερμοκρασίας ή της επιλογής των θερμαινόμενων καθισμάτων.

Σε ότι αφορά την ποιότητα κατασκευής, αυτή παρέμεινε στα αρκετά υψηλά επίπεδα της προηγούμενης γενιάς. Μερικά πλαστικά στην καμπίνα, κυρίως χαμηλά είναι κάπως σκληρά, όμως τα περισσότερα έχουν ποιοτική και μαλακή υφή, ενώ η καμπίνα διακρίνεται για την κορυφαία συναρμογή.

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε πως μεγάλη βάση έχει δοθεί και στον φιλικό προς το περιβάλλον χαρακτήρα. Τα υφάσματα για το ταμπλό και τα καθίσματα, όπως επίσης η κόλλα και η επένδυσή τους, αποτελούνται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από ανακυκλωμένα πλαστικά μπουκάλια PET. Παράλληλα, οι ζάντες αλουμινίου αποτελούνται κατά 80% από ανακυκλωμένο αλουμίνιο (ναι, όλα γίνονται στο Recycling & Demontage Center που επισκεφθήκαμε), ενώ για την παραγωγή τους χρησιμοποιείται αποκλειστικά «πράσινο» ρεύμα.

Καμία αλλαγή δεν αναφέρεται στους χώρους της, οπότε παραμένει στον μέσο όρο της κατηγορίας, τόσο για τους πίσω επιβάτες, όσο και για τον χώρο αποσκευών (380 λίτρα).

Ο βασικός εξοπλισμός της επιγραμματικά:

Εξωτερική σχεδίαση

  • Εξωτερικός εξοπλισμός Μ Γυαλιστερό Shadow Line
  • Ζάντες ελαφρού κράματος
  • Προβολείς LED και πίσω φώτα LED
  • Αναδιπλούμενοι εξωτερικοί καθρέπτες

Εσωτερική σχεδίαση

  • BMW Live Cockpit Plus με BMW Κυρτή Οθόνη
  • Λογισμικό BMW Operating System 9 με λειτουργία πλοήγησης
  • Αυτόματος κλιματισμός
  • Σπορ τιμόνι

Υποστήριξη οδηγού

  • Parking Assistant, περιλαμβάνει Υποβοήθηση Οπισθοπορείας, Ενεργό Έλεγχο Απόστασης Παρκαρίσματος και Κάμερα Οπισθοπορείας
  • Cruise Control με λειτουργία φρεναρίσματος

Η νέα υβριδική καρδιά των τριών κυλίνδρων

Χωρίς ντίζελ (μικρού κυβισμού τουλάχιστον) αλλά και χωρίς το «i» στις κωδικές ονομασίες των εκδόσεων βενζίνης, αφού πλέον ο εν λόγω χαρακτηρισμός θα αφορά μόνο τα αμιγώς ηλεκτρικά των Βαυαρών, η νέα Σειρά 1 διαθέτει ως βασικό κινητήρα τον 1.500άρη ήπια υβριδικό που πρωτοείδαμε στην Σειρά 2 Active Tourer και στη νέα X1. H 120 λοιπόν διαθέτει κάτω από το καπό την νεότερη εκδοχή του μικρού τρικύλινδρου Twin Power Turbo κινητήρα της BMW, η οποία είναι πιο αποδοτική και εκπέμπει λιγότερους ρύπους. Το σύνολο «δουλεύει» στον κύκλο Miller, έχει επανασχεδιασμένο σύστημα εισαγωγής, άμεσο ψεκασμό πολλαπλών σημείων κ.α. ώστε να αποδίδει πλέον 156 ίππους έναντι 136 στις 4.700 και έως τις 6.500 σ.α.λ.

«Τσιμπημένη» είναι και η ροπή στα 240 (από 220) Nm, ενώ αποδίδεται σταθερά από μόλις τις 1.500 έως τις 4.400 (4.100 στο προηγούμενο μοντέλο). Τη δύναμη στους μπροστά τροχούς μεταφέρει το νέο αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη, μέσα στο οποίο είναι ενσωματωμένη μία μίζα/γεννήτρια. Αυτή προσθέτει στιγμιαία ροπή 50 Nm και επιπλέον 19 ίππους, ανεβάζοντας την απόδοση στους 170 και τη ροπή στα 280 Nm. Επιπλέον, μπορεί να κάνει coasting με σβηστό τον κινητήρα και όχι μόνο σε χαμηλές ταχύτητες, μιας και το παρατηρήσαμε ακόμη και σε κατηφόρες στο ταξίδι μας.

Πράγματι, στην ελαφρύτερη από τις X1/X2, Σειρά 1, η απόκριση του συνόλου είναι εξαιρετικά ελαστική. Δεν νιώθεις σχεδόν καθόλου λαγκάρισμα πριν «φουσκώσει» η τουρμπίνα, οπότε έχεις καλή απόδοση από το ρελαντί σχεδόν και έως τα κόκκινα του στροφόμετρου, ενώ το μπουστάρισμα του ηλεκτροκινητήρα εξυπηρετεί πολύ στις προσπεράσεις. Με 0-100 σε 7,8 δευτερόλεπτα και τελική που ξεπερνά τα 225 χλμ./ώρα (το διαπιστώσαμε εμπράκτως σε Autobahn) για βασική έκδοση είναι αρκετά γρήγορη. Πολύ γρήγορο είναι και το ανανεωμένο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη, αλλά και δεκτικό στα κατεβάσματα από τα Paddle, τα οποία προστίθενται με το M Sport πακέτο. Βελτιωμένο φάνηκε και στην απόκριση του στις μανούβρες, όπου η προηγούμενη εκδοχή του ήταν λίγο απότομη στην σύμπλεξη.

Από την Άνω Αυστρία και τα ορεινά της έως το κέντρο του Μονάχου, η διαδρομή 360 χιλιομέτρων περιελάμβανε τα πάντα σχεδόν, ακόμα και μια 40αριά χιλιόμετρα σε κίνηση που συναντήσαμε μόλις μπήκαμε στην Γερμανία, όπως επίσης τουλάχιστον 20 σερί χιλιόμετρα χωρίς όριο ταχύτητας, όπου ποτέ δεν πέσαμε κάτω από τα 160 χλμ./ώρα. Η κατανάλωση λοιπόν στο τέλος και μετά από τις συνεχόμενες 200άρες και την κίνηση σταθεροποιήθηκε στα 7,1 λ./100 χλμ., ενώ πιο πριν δεν ξεπέρασε ποτέ τα 6,4. Αποδεικνύεται λοιπόν πολύ λιγότερο διψασμένη για οκτάνια η ήπια υβριδική μικρή bimmer.

Συμπεριφορά αντάξια του ονόματος!

Το ταξίδι μας ξεκίνησε στις 7:30 το πρωί, μετά από ένα εκπληκτικό πρωινό στο Dilly – Das Nationalpark Resort, ένα γραφικό ξενοδοχείο σε «μέγεθος χωριού» με γέφυρες και έκταση 6.000 m² και 115 χρόνια ιστορίας. Ο βροχερός καιρός θύμιζε σκηνικό ταινίας, που έκανε πιο «δραματικό» το μαγευτικό αλπικό τοπίο στην βουνίσια μας διαδρομή.

Πρώτη εντύπωση στους καταβρεγμένους δρόμους απρόσμενα θετική. Τιμόνι σχεδόν «όπως παλιά». Τιμόνι BMW, που λέμε. Στο πρόγραμμα Sport πολύ βαρύ και πολύ ακριβές, αν και όπως είναι λογικό χάνει λίγο σε feedback σε αυτή τη ρύθμιση. Στο Personal Mode (βλ. Normal) είναι εξαιρετικά ισορροπημένο σε αίσθηση και καλύτερο σε πληροφόρηση από την προηγούμενη. Μόλις πάρεις το κολάι, έχεις στα χέρια σου το καλύτερο σύστημα διεύθυνσης της κατηγορίας και ένα πολύ άμεσο μπροστινό στην διάθεσή σου.

Η δύναμη περνάει στο δρόμο χάρη στα εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα, κάτι που διαπιστώσαμε τόσο σε στεγνή άσφαλτο, όσο και όταν έβρεχε καταρρακτωδώς. Σε καμία περίπτωση δεν νιώσαμε ανασφάλεια, ενώ όταν επιτέλους όλα είχαν στεγνώσει (ευτυχώς για εμάς σε ένα στριφτερό κομμάτι) είδαμε και το πόσο καλά συμπεριφέρεται. Πιο δεμένη από την προηγούμενη (ακόμα πιο δεμένη με το πακέτο M-Sport), πιο άκαμπτη και με καλύτερο έλεγχο του αμαξώματος. Πάλι, με το πακέτο M-Sport που έχει τα ελεγχόμενα Frequenzy-reactive αμορτισέρ της M135 που την χαμηλώνουν και κατά 8 χλστ., έχεις υποδειγματική ισορροπία μεταξύ ελέγχου του αμαξώματος και απόσβεσης. Το Lift-Off Ovesteer συνεχίζει να υπάρχει στο ρεπερτόριό της, αφού προβλέψιμα και γλυκά αν αφήσεις το γκάζι η ουρά ξεκολλάει τόσο-όσο και ακολουθεί, βοηθώντας σε να στρίψεις πιο γρήγορα, ή ακόμα και να «παίξεις» μαζί της.

Με το M Sport Pro πακέτο «παίρνεις» και τα τετραπίστονα φρένα της M135 (με μικρότερους βέβαια δίσκους) όπου η δύναμη πέδησης είναι τρομερή, αν και η αίσθηση του πεντάλ απαιτεί κάποιο χρόνο προσαρμογής. Το τελευταίο ισχύει και για την ανάκτηση ενέργειας, που επεμβαίνει κατά το άφημα και επιβραδύνει αρκετά την Σειρά 1, ειδικότερα όταν πλησιάζεις φανάρια ή διασταυρώσεις.

Το συστήματα υποβοήθησης είναι περισσότερα στον βασικό εξοπλισμό, αν και τα προαιρετικά πακέτα είναι αυτά που προσθέτουν ουσιαστικά την ημι-αυτόνομη οδήγηση επιπέδου 2, με κεντράρισμα στην λωρίδα, ακόμα και «αυτόνομη» αλλαγή της λωρίδας, αλλά και αυτόματο παρκάρισμα. Χρειάζονται; Στο ταξίδι μας πάντως εκτιμήσαμε το άριστο σε λειτουργία. Τα ηχεία της Harman Kardon τα βρήκαμε καλύτερα και από την προηγούμενη γενιά, αλλά και από τα αντίστοιχα της X1. Η ηχομόνωση και η ποιότητα κύλισης παραμένουν σε premium επίπεδα, με την ορατότητα να είναι αρκετά καλή για hatchback. Δεν γίνεται να μην αναφερθούμε και στα σπορ καθίσματα του μοντέλου της δοκιμής, που αγκαλιάζουν καλά το σώμα και το στηρίζουν ανάλογα. Η θέση οδήγησης είναι χαμηλή και σωστή γεωμετρικά επίσης. Τέλος, ο τρικύλινδρος εκτός από τσαγανό έχει και ωραία χροιά, ενώ απουσιάζουν οι κραδασμοί στο ρελαντί, ενισχύοντας την πολιτισμένη του λειτουργία.

Συνολική αναβάθμιση λοιπόν, που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως νέα γενιά. Ποιοτική, πολύ πιο οικονομική, δυνατή και ευχάριστα οδηγοκεντρική, με πλούσιο βασικό εξοπλισμό και πολλές τεχνολογίες. Αναμένουμε πως και πως να έρθει και να την οδηγήσουμε και στην Ελλάδα, μιας και η τιμή της δεν είναι απλά ανταγωνιστική, αλλά δελεαστική.

Όλες οι ειδήσεις

Τι είναι το σύστημα «ενεργητικής ακύρωσης θορύβου» στα αυτοκίνητα

Πράσινο Lexus LFA; Κι όμως, υπάρχει και πωλείται!

Hyundai & Toyota: Αντίπαλοι στο WRC – Σύμμαχοι στην πίστα

car-prices
google-news

Περισσότερα Βίντεο