Το πρώτο καθαρόαιμο ηλεκτρικό μοντέλο της MG, το MG 4, αλλάζει τα δεδομένα της κατηγορίας.
Προσφέρει το απόλυτο πακέτο εξοπλισμού και ποιότητας, σε ασυναγώνιστη τιμή και με επτά χρόνια εγγύηση. Απ’ ότι φαίνεται, η πραγματική αναγέννηση της MG μόλις ξεκίνησε, έχει ηλεκτρικές καταβολές και θα βάλει δύσκολα σε Ευρωπαίους και Αμερικάνους ανταγωνιστές.
Του Τρύφωνα Αλεξόπουλου, Φωτογραφίες: Δημήτρης Μανώλαρος
Η δίψα της MG για συνεχή εξέλιξη καθώς και οι ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς οδήγησαν στον σταδιακό εξηλεκτρισμό της γκάμας της. Το MG 5 ήταν το πρώτο που πήρε τον δρόμο αυτό, με το MG ZS EV να ακολουθεί. Ακόμα και οι ανανεωμένος εκδοχές των δύο όμως δεν αποτελούσαν ηλεκτρικά μοντέλα σχεδιασμένα σε λευκό χαρτί. Στα μέσα του 2022, το MG 4 έφτασε στην Ευρώπη και κέρδισε αμέσως τις εντυπώσεις με την σχεδιαστική του φιλοσοφία, την ηλεκτρική του υπόσταση και τον ασυναγώνιστο VFM χαρακτήρα. Ζώντας και γράφοντας χιλιόμετρα μαζί του όμως στην Ελλάδα, διαπιστώσαμε ότι η χαμηλή του τιμή και ο πλήρης εξοπλισμός δεν είναι τα μόνα άξια αναφοράς σημεία!
Εξευρωπαϊσμένος φουτουρισμός
Τα πρώτα μοντέλα της «σύγχρονης» και με κινεζικές πλέον ρίζες MG, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχεδιαστικά δεν είχαν ταυτότητα. Σα να έλειπε η έμπνευση των σχεδιαστών και κάποιοι «κακοπροαίρετοι» θα έλεγαν ότι αντέγραφαν κάθε μοντέλο από τους υπόλοιπους κατασκευαστές. Τον κανόνα αυτόν όμως έσπασε το MG 4. Ήταν το πρώτο μοντέλο που, σχεδιασμένο με την ηλεκτρική του φύση στο πλάνο, επαναπροσδιόρισε τη σχεδιαστική φιλοσοφία της μάρκας.
Πρόκειται για ένα μικρομεσαίο Hatchback με μήκος που δεν ξεπερνάει τα 4,3 μέτρα, πλάτος που αγγίζει το 1,83 και ύψος στο 1,5. Έχει δηλαδή παρόμοιες διαστάσεις με άλλα ηλεκτρικά της κατηγορίας, ενώ όπως τα καθαρόαιμα, έχει ακροβολισμένους τους τροχούς στις άκρες του αμαξώματος και μεγάλο μεταξόνιο, στα 2,7 μέτρα.
Παρ΄ ότι η ίδια η εταιρεία χαρακτηρίζει το MG 4 ένα μοντέλο με ξεκάθαρα ευρωπαϊκό design (και βρετανική επιρροή), το ασιατικό στοιχείο είναι έντονο. Ακμές, πτυχώσεις και πολυεπίπεδα μοτίβα διακρίνονται σε όλο το αμάξωμα. Η σιλουέτα του είναι αεροδυναμική και η οροφή καμπυλώνει ελαφρώς στο πίσω μέρος, στο οποίο εξέχει σημαντικά ένα τμήμα της πέμπτης πόρτας που καταλήγει σε μια αεροτομή τύπου ducktail. Τα φωτιστικά σώματα τεχνολογίας LED έχουν ιδιαίτερο σχήμα και φωτιζόμενα γραμμικά μοτίβα, ενώ ο προφυλακτήρας διαθέτει έναν μη λειτουργικό αλλά καλαίσθητο διαχύτη. Αντίθετα, δίπλα από το κεντρικό στοπ, βρίσκονται δύο πτερύγια τα οποία δεν «ανοίγουν» και δεν ταιριάζουν στον σχεδιασμό. Τη θέση τους παίρνουν δύο αεροτομές σε έκδοση που δεν λανσάρεται στην Ελλάδα, όμως σίγουρα μπορούν να προστεθούν ως έξτρα, μετά από την αγορά.
Το μπροστινό μέρος είναι αυτό που ξεχωρίζει περισσότερο. Θα το αποκαλούσαμε σφηνοειδές, δυναμικό και κοφτερό. Τα λεπτά LED φωτιστικά σώματα, οι πλαϊνές αεροκουρτίνες και το σπόιλερ του προσδίδουν ένα πολύ επιθετικό ύφος, με το μεγάλο έμβλημα της MG να είναι τοποθετημένο στη άκρη της ακμής του προφυλακτήρα. Οι τροχοί 17” είναι στάνταρ και στις δύο εκδόσεις, κρύβονται όμως πίσω από τα αεροδυναμικά καλύμματα. Δυνατότητες εξωτερικής διαμόρφωσης δεν υπάρχουν, προς το παρόν τουλάχιστον, πέρα από την επιλογή ενός εκ των επτά χρωμάτων, με την μαύρη διχρωμία στις πίσω κολώνες και τους καθρέπτες να εναρμονίζεται απόλυτα.
Προσιτή πολυτέλεια
Σε αντίθεση με τον πληθωρικό εξωτερικό σχεδιασμό, η καμπίνα βασίζεται σε μια πιο απλοποιημένη λογική. Τα ταμπλό είναι οριζοντοποιημένο και εξέχουν μόνο οι δύο οθόνες, ενώ με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής του υπόστασης, όλο το εσωτερικό έχει open space φιλοσοφία. Το διάκτινο τιμόνι έχει επίπεδο κάτω και πάνω μέρος, και η αιωρούμενη κεντρική κονσόλα φιλοξενεί τον φωτιζόμενο περιστροφικό επιλογέα του κιβωτίου μονής σχέσης.
Η μεγάλη έκπληξη, με δεδομένη την τιμή, είναι η ποιότητα κατασκευής. Το ταμπλό αποτελείται από ένα πολύ μαλακό πλαστικό, ενώ τα σκληρά πλαστικά στις πόρτες είναι καλής ποιότητας. Σίγουρα στα χαμηλότερα επίπεδα συναντούμε υλικά που έχουν αρκετά σκληρή υφή, όμως το ίδιο ισχύει και για τα ακριβότερα μοντέλα της κατηγορίας. Εδώ, τα περισσότερα σημεία είναι προσεγμένα, τόσο ως προς το φινίρισμα όσο και ως προς τη συναρμογή. Οι πόρτες και το κεντρικό υποβραχιόνιο έχουν επίσης επενδύσεις από συνθετικό δέρμα (στην καλύτερη έκδοση τα καθίσματα είναι ημι-δερμάτινα και το τιμόνι δερμάτινο), οι διακόπτες στο τιμόνι είναι ποιοτικοί, όπως και οι μοχλοί πίσω από το τιμόνι.
Όσον αφορά την τεχνολογία, οι περισσότερες ρυθμίσεις γίνονται από την κεντρική οθόνη 10,25”, που τρέχει το λογισμικό σύστημα iSMART. Τα γραφικά είναι εξαιρετικά και η απόκριση πολύ καλή, αν και τα μενού είναι κάπως μικρά. Δεν υπάρχουν ενσωματωμένοι χάρτες, όμως υποστηρίζεται η ασύρματη σύνδεση με Android Auto ή η ενσύρματη με Apple CarPlay. Πάντως, το σύστημα ενημερώνεται ασύρματα, οπότε σίγουρα θα βελτιώνεται με τη πάροδο του χρόνου, ενώ αναγνωρίζει αρχεία βίντεο από τις θύρες USB, για προβολή ταινιών κατά τη φόρτιση. Ο πίνακας οργάνων 7” χωρίζεται σε τρία τμήματα και προβάλει τα απολύτως απαραίτητα. Στάνταρ είναι και ο απομακρυσμένος έλεγχος, μέσω της αντίστοιχης εφαρμογής για smartphone, που ενημερώνει και για τις πληροφορίες της φόρτισης, οι οποίες προφανώς εμπεριέχονται στο σύστημα infotainment μαζί με όλα τα υπόλοιπα στατιστικά.
Είναι επίσης ιδιαίτερα εργονομικό, με αρκετούς φυσικούς διακόπτες. Αν και θα τους θέλαμε περιστροφικούς για τη ρύθμιση του αυτόματου κλιματισμού, αποδείχτηκε αρκετά εύχρηστη η ρύθμισή του και δια της αφής. Οι θήκες για μικρά ή μεγάλα αντικείμενα είναι μπόλικες, ενώ υπάρχουν ακόμα, ένα μέρος για το κινητό τηλέφωνο, θήκη για γυαλιά και ένα διχτάκι μπροστά από το κεντρικό υποβραχιόνιο. Τα καθίσματα με τη σειρά τους είναι πολύ άνετα και προσφέρουν ικανοποιητική στήριξη, με την θέση οδήγησης να ρυθμίζεται εύκολα και πολύ χαμηλά. Τηλεσκοπική είναι και η ρύθμιση του τιμονιού, σε αντίθεση με το ZS.
Στο πίσω μέρος οι χώροι είναι πολύ καλοί και το μόνο που λείπει ως στοιχείο άνεσης, είναι ένα κεντρικό υποβραχιόνιο. Ακόμα και τρεις επιβάτες θα μπορέσουν να κάτσουν, με τις λογικές παραχωρήσεις λόγω του πλάτους, όμως ο αέρας για τα κεφάλια είναι καλός ακόμα και για τους ψηλούς, η απόσταση από τα μπροστινά καθίσματα υπεραρκετή, ενώ υπάρχει χώρος τόσο για τα πόδια του μεσαίου όσο και για τον ακριανών, κάτω από τα καθίσματα. Υπάρχουν βέβαια θύρες ISO-FIX για την τοποθέτηση παιδικού καθίσματος και ένα USB.
Ο χώρος αποσκευών των 363 λίτρων τοποθετείται στον μέσο όρο, αλλά θα χωρέσει τα απαραίτητα. Το κατώφλι δεν είναι μεγάλο, σε αντίθεση με το σκαλοπάτι που δημιουργείται με την αναδίπλωση των καθισμάτων (1.117 λίτρα), αφού το διπλό πάτωμα δεν εμπεριέχεται στις επιλογές. Έχει όμως πλήρως εκμεταλλεύσιμο σχήμα και γάντζους για ψώνια.
Με τη κίνηση πίσω και την άνεση σε πρώτο ρόλο
Το MG 4 βασίζεται στην αρθρωτή πλατφόρμα MSP (Modular Scalable Platform), η οποία επιτρέπει την τοποθέτηση διαφορετικών ηλεκτροκινητήρων και μπαταριών. Το μικρομεσαίο hatchback, πέραν της επερχόμενης ισχυρής και τετρακίνητης, έκδοσης XPOWER, στην χώρα μας διατίθεται σε δύο πισωκίνητες εκδόσεις, με τον ηλεκτροκινητήρα στον πίσω άξονα, με απόδοση 170 ή 204 ίππων και μπαταρίες 51 ή 64 kWh, αντίστοιχα. Η έκδοση που δοκιμάζουμε αφορά στην πρώτη, πιο προσιτή επιλογή.
Η απόδοση των 170 ίππων και των 250 Nm ροπής, χάρη στην ακαριαία απόκριση του ηλεκτροκινητήρα και στην κίνηση που μεταδίδεται απευθείας στον πίσω άξονα, μεταφράζεται σε ένα σπριντ μέχρι τα 100 χλμ./ώρα σε 7,7” και τελική ταχύτητα που ξεπερνάει αρκετά τα 160 χλμ./ώρα που ανακοινώνει η MG ως… περιορισμένα. Οι ρεπρίζ είναι πάνω από ικανοποιητικές και η συνολική αίσθηση αυτή ενός σπιρτόζικου μοντέλου, ειδικότερα μέχρι τα 50 χλμ./ώρα που έρχονται σε μόλις 3”. Με το γκάζι στο πάτωμα οι επιβάτες θα κολλήσουν πειστικά στη πλάτη του καθίσματος, ενώ ο ρυθμός επιτάχυνσης είναι καλός μέχρι την τελική του.
Από την κεντρική οθόνη αφής ή από το δεξί «αστεράκι» συντόμευση στο τιμόνι, μπορεί να επιλεχθεί ένα από τέσσερα προγράμματα οδήγησης (snow, eco, normal, sport), αλλά υπάρχει και η επιλογή της διαμόρφωσης από το custom. Ένα έξτρα πρόγραμμα για την συνολική οικονομία που ακούει στο «πρόγραμμα εξοικονόμησης», θυμίζει ρύθμιση από smartphone.
Ιδιαίτερα χαμηλό είναι το κέντρο βάρους, η κατανομή βάρους είναι απόλυτα ισορροπημένη μεταξύ μπροστινού και πίσω άξονα, με το συνολικό βάρος να παραμένει σχετικά χαμηλά, στα 1.655 κιλά. Σε συνδυασμό με την κίνηση στον πίσω άξονα, ακούγεται σαν συνταγή οδηγικής επιτυχίας. Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε κάπως έτσι.
Το MG 4 πατάει με αυτοπεποίθηση και στιβαρότητα στον δρόμο. Θα πάρει μετρημένη κλίση, ελέω της άνεσης, χωρίς όμως να επηρεάζει τη συμπεριφορά του. Άλλωστε τα συστήματα ευστάθειας είναι υπερευαίσθητα και δεν απενεργοποιούνται, οπότε η πισωκίνηση είναι απλά σύμμαχος στην ακρίβεια της τοποθέτησης, στην έξοδο της στροφής, χωρίς να δημιουργείται φόβος για αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους. Το σύστημα διεύθυνσης είναι άμεσο και περνάει ικανοποιητική πληροφόρηση από το τιμόνι, το οποίο είναι σχετικά ελαφρύ. Κόβει επίσης πολύ και ο κύκλος στροφής των 10,6 μέτρων το καθιστά εξαιρετικά ευέλικτο εντός πόλης.
Το σύστημα πέδησης θα ικανοποιήσει πλήρως με την απόδοση του (δισκόφρενα μπροστά-πίσω), αλλά και με την αίσθηση στο πεντάλ. Μπορεί να είναι κάπως «μαλακή», όμως είναι λιγότερο ξύλινη από άλλα ηλεκτρικά. Υπάρχει και επιλογή One Pedal, που λειτουργεί αρκετά ομαλά και ακινητοποιεί με το άφημα του γκαζιού ή επιλογή από τρία διαφορετικά στάδια αναγεννητικής πέδησης. Το θέμα είναι ότι η προεπιλογή αφορά σε αυτά τα στάδια και όχι στο One Pedal, οπότε θα χρειάζεται επιλογή του κάθε φορά.
Ακόμα και σε μέτρια άσφαλτο η κύλιση είναι ποιοτική και ο θόρυβος κύλισης χαμηλός, ενώ η ανάρτηση (γόνατα MacPherson μπροστά, 5 συνδέσμων πίσω) αντιμετωπίζει υποδειγματικά ακόμα και τις εγκάρσιες ανωμαλίες, στις οποίες απλά θα ακουστεί. Πολύ καλή είναι και η ηχομόνωση, με έναν αισθητό αεροδυναμικό θόρυβο μόνο από το κενό παρμπρίζ-υαλοκαθαριστήρα, που φαίνεται «διορθώσιμος». Η ορατότητα περιορίζεται μόνο από τις παχιές κολώνες C, αφού περιμετρικά είναι καλή.
Γενικότερα, το MG 4 αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη σε κάθε διαδρομή. Είτε εντός πόλης, είτε στο ταξίδι ή ακόμα και σε γρήγορο ρυθμό, είναι ευκολοδήγητο και άνετο. Δεν θα προκαλέσει οδηγικές συγκινήσεις, ούτε θα βάλει φωτιά στην άσφαλτο. Θα προσφέρει όμως ασφάλεια και σιγουριά, ή ακόμα και ξέγνοιαστή οδήγηση χάρη στο MG Pilot, που προσφέρει ημιαυτόνομη οδήγηση επιπέδου 2.
Ρεσιτάλ οικονομίας;
Παραλάβαμε το MG 4 με 82 χιλιόμετρα στο οδόμετρο, οπότε πριν βγάλουμε συμπεράσματα κάναμε μερικούς κύκλους φορτίσεων μέχρι το 80%. Η μπαταρία στην μικρή έκδοση έχει χωρητικότητα 51 kWh, με την ωφέλιμη να αγγίζει τις 50.8(!), και είναι νέας γενιάς, LFP (φωσφορικού σιδήρου λιθίου). Σύμφωνα με τον κατασκευαστή στον κύκλο WLTP μπορεί να διανύσει με μία πλήρη φόρτιση 350 χιλιόμετρα, με κατανάλωση 17 kWh/100 χλμ. Στην πράξη όμως «καίει» λιγότερο, για την ακρίβεια πολύ λιγότερο!
Μετά από 500 χιλιόμετρα, ο μέσος όρος των μικτών διαδρομών άγγιξε τις 15,2 kWh/100 χλμ., ακόμα και με τον κλιματισμό ενεργοποιημένο για αρκετές ώρες οδήγησης. Η ρεαλιστική αυτονομία λοιπόν είναι πολύ κοντά στα νούμερα που ανακοινώνονται, ενώ εντός πόλης -που με το πρόγραμμα ECO η κατανάλωση περιορίζεται εύκολα στις 12 kWh/100 χλμ.- η αυτονομία μπορεί να ξεπεράσει τα 420 χιλιόμετρα, με σωστή διαχείριση και χρήση της ισχυρής αναγεννητικής πέδησης ή του One Pedal. Στο ταξίδι, υπολογίστε περί τις 17 kWh για κάθε 100 χιλιόμετρα, οπότε σε μεγαλύτερα των 300 χιλιομέτρων θα χρειαστεί σίγουρα στάση για φόρτιση. Σημαντική για την χαμηλή κατανάλωση ενέργειας είναι σίγουρα η αντλία θερμότητας, που βρίσκεται στον βασικό εξοπλισμό.
Η έκδοση αυτή έχει ενσωματωμένο φορτιστή ισχύος 6,6 kW, οπότε χρειάζεται 7,5 ώρες για να φορτιστεί πλήρως. Έχει επίσης τη δυνατότητα φόρτισης σε DC με έως 88 kW, οπότε το 10-80% ολοκληρώνεται σε 40 μόλις λεπτά.
Ασυναγώνιστο πακέτο
Αν όλα όσα διαβάσατε στις προηγούμενες σελίδες για την ποιότητα, την εργονομία, τον τεχνολογικό εξοπλισμό, την καλή διαχείριση ενέργειας και την άνετη οδηγική συμπεριφορά, δεν σας κάλυψαν, τότε «ακούστε» και αυτό. Το MG 4, όπως όλα τα μοντέλα της γκάμας καλύπτεται από εργοστασιακή εγγύηση 7 ετών ή 150.000 χλμ. και διαθέτει 5 αστέρια στο Euro NCAP για την ασφάλειά του. Μπορεί να λείπουν μερικά στοιχεία στον, κατά βάση, πλήρη εξοπλισμό (π.χ. καθρέπτες στα αλεξήλια, κάμερα οπισθοπορείας και ηλεκτρικά αναδιπλούμενοι καθρέπτες), όμως με τιμή που δεν ξεπερνάει τις 25.000 € με την κρατική επιδότηση Κινούμαι Ηλεκτρικά 2 (32.250 € χωρίς), τότε το γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι το MG 4 καταρρίπτει εμφατικά ένα στατιστικό: ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι πιο ακριβά από τα αντίστοιχα θερμικά. Βάζει επίσης στη συζήτηση για πρώτη φορά σε ηλεκτρικό μοντέλο τον όρο «Value For Money».
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Ηλεκτροκινητήρας
Πίσω, σύγχρονος ηλεκτρικός
Iσχύς
Μέγιστη ισχύς: 170 ίπποι
Μέγιστη Ροπή: 250 Nm ροπής
Μετάδοση
Κίνηση στους πίσω τροχούς
Αυτόματο κιβώτιο μονής σχέσης
Επιδόσεις
Τελική ταχύτητα: 160 χλμ./ώρα
Επιτάχυνση 0-100 χλμ./ώρα: 7,7 δλ.
Μπαταρία
Ιόντων λιθίου, χωρητικότητα
51 kWh (50,8 kWh καθαρές)
Αυτονομία
350 χιλιόμετρα (WLTP και δοκιμής)
Κατανάλωση Ενέργειας:
17 kWh/100 χλμ. (εργοστασιακή)
15,1 kWh/100 χλμ. (δοκιμής)
Φόρτιση:
AC (6,6 kW): 7 ώρες και 30 λεπτά
DC (88 kW, μέχρι το 80% χωρητικότητας της μπαταρίας): 40 λεπτά
Αμάξωμα
Διαστάσεις (μήκος Χ πλάτος Χ ύψος) χλστ.: 4.287 x 1.836 x 1.504
Μεταξόνιο: 2.705 χιλ.
Βάρος: 1.655 κιλά
Χώρος αποσκευών
363 λ.
Τιμή Αγοράς
Βασική έκδοση: από 32.250 ευρώ
Έκδοση δοκιμής: από 36.250 ευρώ
(Χωρίς την κρατική επιδότηση)