Τρεις BMW Μ, τρεις εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους φόροι τιμής του θρυλικού πλέον γράμματος M. Η πρώτη κλήθηκε να του προσδώσει νέο νόημα, η δεύτερη να του ανοίξει ορίζοντες προς το μέλλον, ενώ η τρίτη προασπίζει τις θεμελιώδεις αρχές του
Tου Alessio Viola, Aπόδοση: Άκης Τεμπερίδης, Lexartis Φωτογραφίες: Massimiliano Serra
Ένα γράμμα, τρία χρώματα, πενήντα χρόνια. Ένα γράμμα της αλφαβήτου που εξελίχτηκε σε παγκόσμιο σύμβολο της οδηγικής απόλαυσης και της κορυφαίας απόδοσης. Και παραμένει πάντα στο προσκήνιο εδώ και μισό αιώνα. M for Motorsport. Μία όμορφη ιστορία που άρχισε να γράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αν και έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια μέχρι να δούμε το πρώτο δημιούργημα στον δρόμο. Αυτό συνιστά πλέον μία ασήμαντη λεπτομέρεια, καθώς από τη στιγμή που παρουσιάστηκε η M1 μέχρι σήμερα, η ιστορία της M είναι εξίσου συναρπαστική και αδιάλειπτη. Το εγχείρημα M βοήθησε την BMW να σκάψει βαθιά και να ανακαλύψει τις θεμελιώδεις αρχές της και τελικά να απογειώσει τις αξίες της. Όλα έγιναν μέσα από μία διαδικασία που μπορούμε να αναγνώσουμε σήμερα εξετάζοντας προσεκτικά το μπλε-κόκκινο-μοβ λογότυπο. Το μπλε παραπέμπει στο σήμα της BMW. Το κόκκινο συμβολίζει το αγωνιστικό πνεύμα. Και το μοβ ανάμεσά τους; Μα αν αναμίξουμε τα δύο πρώτα, αυτό ακριβώς δεν προκύπτει; Είναι το χρώμα που ενώνει δύο κόσμους – της BMW και του Motorsport. Τα προηγούμενα χρόνια, το τρίχρωμο λογότυπο τοποθετήθηκε σε εξαιρετικά αυτοκίνητα, κάποια από τα οποία έχουν αφήσει ιστορία. Κατασκευές που κάποιοι φαντασιώθηκαν, κάποιοι άλλοι δέχτηκαν να χρηματοδοτήσουν ως ιδέες και κάποιοι σχεδίασαν, κατασκεύασαν και βελτίωσαν μέσα από τους αγώνες εκεί στο Μόναχο. Πάντα με την ίδια φιλοσοφία: ένα κράμα κορυφαίων επιδόσεων, “αντρικής” αίσθησης και ακέραιας χρηστικότητας. Με ανοιχτό πνεύμα ώστε να υπάρχουν πάντα περιθώρια εξέλιξης και προσαρμογής στους νέους καιρούς.
Όλα αυτά τα χρόνια η βασική σύλληψη των BMW M δεν άλλαξε, τα προϊόντα της όμως διαφοροποιήθηκαν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να συνθέτουν μία ξεχωριστή γκάμα. Μία ζηλευτή οικογένεια άμεσα αναγνωρίσιμων αυτοκινήτων στην όψη και στην αφή τους. Το Μόναχο δε δίστασε να μας προσφέρει μοντέλα M με διαφορετικές αποχρώσεις και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τη σύνθεση της συγκεκριμένης δοκιμής. Από τις τρεις πρωταγωνίστριες, οι δύο είναι M Performance, δηλαδή εξελιγμένες εκδόσεις των μοντέλων στα οποία βασίζονται. Και η τρίτη είναι η απόλυτη M, χωρίς ναι μεν αλλά. Έχουμε λοιπόν από τη μία τη βενζινοκίνητη M240i xDrive Coupé, από την άλλη την M4 Competition M xDrive και ανάμεσά τους την 100% ηλεκτρική έκφανση της BMW M που ακούει στο όνομα i4 M50. Τρεις αποχρώσεις του ίδιου πάθους για την οδήγηση.
Τι να πούμε για την M4 Competition; Εϊναι ίσως το ιερό δισκοπότηρο μίας γενιάς αυτοκινήτων που ξεκίνησε με την πρώτη M3 και κοιτάξτε που έφτασε. Την i4 Μ50 θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε από τώρα ως μία “ηλεκτρική M4”, όμως το Μόναχο βαδίζει πάντα προσεκτικά και προτίμησε να την κατατάξει στην κατηγορία των M Performance. Όταν οι Γερμανοί αισθανθούν ότι ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο μπορεί να αντικαταστήσει τις “θερμικές” M, θα το δούμε κι αυτό, υπομονή. Για την ώρα, η M50 είναι το πρώτο και καθόλου μετέωρο βήμα προς έναν καινούριο κόσμο που μοιάζει αναπόφευκτος. Μία πρώτη απόδειξη ότι οι επιδόσεις και το πάθος για την οδήγηση μπορούν να παραμείνουν ζωντανές χωρίς να παρεμβάλλονται πιστόνια και μπιέλες στην όλη διαδικασία.
ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΒΟΛΙΚΑ
Ας ξεκινήσουμε από την M240i και τον εξακύλινδρο εν σειρά κινητήρα της. Παρότι τα τελευταία είκοσι χρόνια οι κινητήρες εσωτερικής καύσης παλεύουν για την επιβίωσή τους, χάνοντας κυλίνδρους, κυβικά και χαρακτήρα απέναντι σε όλο και πιο αυστηρούς κανονισμούς εκπομπής ρύπων, ο staight six παραμένει σταθερή αξία που παραπέμπει αυτόματα στη μάρκα BMW. Όχι μόνο για τη δύναμη που αποδίδει, αλλά για την κομψότητα και την ευγένεια, θα τολμούσαμε να πούμε, στον τρόπο λειτουργίας του. Σε όλο το φάσμα περιστροφής, ακόμη και στις πιο χαμηλές στροφές. Χάρη σε αυτόν τον κινητήρα η M240i σε κάνει να ξεχνάς ότι κατά βάθος είναι μία πιο ισχυρή 220d. Σε όλα τα υπόλοιπα, θετικά και αρνητικά (όπως οι χώροι στο πίσω κάθισμα), δεν παύει να είναι μία “δυάρα”.
Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό της επιτυχίας των M Performance; Ότι είναι καλογυμνασμένες εκδόσεις δημοφιλών μοντέλων, χωρίς να μπαίνουν όμως στα χωράφια των κατ’ εξοχήν M, όπως η M2 και η M3. Οι οποίες, έτσι για να παραμείνουμε στον παραλληλισμό με τον χώρο του αθλητισμού, δεν είναι απλοί θαμώνες γυμναστηρίου, αλλά πραγματικοί, επαγγελματίες αθλητές. Ολυμπιονίκες μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις.
ΕΧΕΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Χωρίς να έχει προσδοκίες πρωταθλητή, λοιπόν, η M240i μπορεί να προσφέρει απολαυστικές στιγμές στον δρόμο, κάτι που οφείλεται και στις συμπαγείς διαστάσεις της. Τη φοράς σαν καλοραμμένο κοστούμι και σε αποζημιώνει με την ακρίβεια στις αντιδράσεις της. Εκεί ακριβώς που θέλεις να βάλεις τους τροχούς της, εκεί πατάει. Στις ψηλές μόνο ταχύτητες ενοχλεί κάπως η αστάθεια του μπροστινού άξονα, κάτι που απαιτεί μικροδιορθώσεις που δεν ταιριάζουν με ένα αυτοκίνητο που θα μπορούσε να είναι ξυράφι σε κάθε περίσταση. Βέβαια, ανάλογες αντιδράσεις είχαμε παρατηρήσει και στην M2 προηγούμενης γενιάς, το αυτοκίνητο που η BMW έχει παραδεχτεί ότι έθεσε ως στόχο στην εξέλιξη της M240i – τόσο γρήγορη και αποτελεσματική έπρεπε να είναι. Πράγματι, όπως μπορείτε να δείτε στις επόμενες σελίδες, ο ταχύτερος γύρος της M Performance είναι μόλις ένα δευτερόλεπτο πιο αργός. Και αυτή είναι μία αμελητέα διαφορά που επαληθεύει τις προσδοκίες των Γερμανών μηχανικών, παρά τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης πίστας.
Όμως οι αριθμοί λένε μόνο τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή κρύβεται στον χαρακτήρα ενός αυτοκινήτου. Κι εδώ αξίζει να σημειώσουμε τον ρόλο που παίζει η τετρακίνηση, η οποία καθιστά παιχνίδι για μεγάλα παιδιά την υπερστροφή ισχύος. Προφανώς όμως δεν μπορεί να κάνει κάτι όταν αφήνεις το γκάζι και φρενάρεις για να μπεις στη στροφή. Όταν αρχίσεις να πηγαίνεις πραγματικά γρήγορα, η M240ι απαιτεί εξειδίκευση, καθώς ο πίσω άξονας ολισθαίνει με τη μία και αυτό απαιτεί γρήγορη διόρθωση υψηλής ακρίβειας με το τιμόνι. Η τέχνη του ανάποδου τιμονιού δηλαδή είναι απαραίτητη στην M240i, η οποία στο όριο θυμίζει όλο και λιγότερο απλή BMW και μεταμορφώνεται σε μία – σχεδόν – M. Και δεν είναι μόνο αυτό. Αν ανατρέξετε στον κατάλογο αξεσουάρ BMW M Performance, μπορείτε να εξελίξετε το αυτοκίνητο σε επίπεδο εμφάνισης και τεχνολογίας, ώστε να πλησιάσει ακόμη περισσότερο στις αυθεντικές M. Οτιδήποτε επιθυμείτε θα το βρείτε εκεί.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΝΤΕΣ
Το ξέρω, μειδιάσατε με το που γυρίσατε σελίδα. “Μα είναι δυνατό να βάζετε ένα ηλεκτρικό ανάμεσα σε αντρικά αυτοκίνητα με ιστορία”; Εύλογο ερώτημα, όμως πιστέψτε με, αυτή εδώ η i4 δικαιούται περίοπτη θέση σε αυτές τις σελίδες. Είναι η τρανή απόδειξη ότι η ηλεκτροκίνηση, δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά και συναρπαστική. Σίγουρα, η καθημερινότητα με ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο δεν είναι εύκολη σήμερα και συνεπάγεται θυσίες, όμως γι’ αυτό δεν ευθύνεται το ίδιο το αυτοκίνητο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε γι’ αυτήν εδώ την M50, η οποία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί αντίπαλο δέος της μητέρας όλων των ηλεκτρικών ράτσας, δηλαδή της Porsche Taycan. Πως στέκεται όμως η κορυφαία i4 δίπλα σε ένα coupé με έντονα αδρεναλινικές ανησυχίες, όπως η M240i και προπάντων δίπλα στην απόγονο ολόκληρης γενιάς καταξιωμένων σπορ αυτοκινήτων, όπως είναι η M4 Competition; Σίγουρα η M50 δε μας άφησε αδιάφορους, όμως μία άμεση σύγκριση με τις δύο θερμικές αδερφές της θα ήταν ανούσια, για να μην πω άδικη. Οι επιδόσεις ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου πρέπει να εκλαμβάνονται διαφορετικά. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Απλά, οι 544 ίπποι ενός ηλεκτροκινητήρα που μεταδίδονται σε όλους τους τροχούς δε δίνουν τη συγκλονιστική αίσθηση – ούτε φυσικά συνοδεύονται από τη μουσική υπόκρουση – ενός βενζινοκινητήρα που μεταδίδει άλογα και νιουτόνμετρα στους πίσω – ή και στους τέσσερις – τροχούς. Η δύναμη όμως είναι δύναμη και βρίσκεται εκεί, κάτω από το δεξί πόδι, πάντα διαθέσιμη για διασκεδαστικά παιχνίδια.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ
Μέχρι να ψελλίσεις M50, το αυτοκίνητο μεταμφιέζεται από ήρεμο οικογενειακό σε κολασμένο GT που αγγίζει ταχύτητες που θα έπρεπε να απαγορεύεται ακόμη και να σκεφτείς. Μόνο που από κάτω κρύβεται πλεονάζον βάρος μισού τόνου περίπου, το οποίο φυσικά και δεν κρύβεται. Όταν μπαίνεις γρήγορα στη στροφή το αισθάνεσαι, όπως και όταν φρενάρεις δυνατά, παρότι οι αποστάσεις ακινητοποίησης είναι εξαιρετικές, όπως περίπου και σε μία M4 με carbon κεραμικούς δίσκους. Όμως μην βιαστείτε να βγάλετε λάθος συμπεράσματα, καθώς μιλάμε για λεπτές αποχρώσεις και μάλιστα σε ρυθμούς οδήγησης που ποτέ δε θα τολμούσαμε να προσεγγίσουμε σε ανοιχτό δρόμο, εκτός κι αν θέλαμε να μας αφαιρέσουν το δίπλωμα για πάντα. Σε μία εποχή στην οποία έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης έχουν πουλήσει την ψυχή τους στον “διάβολο” (έτσι δε βλέπουν αρκετοί τη βιωσιμότητα και τους χαμηλούς ρύπους;), τουλάχιστον η BMW καταφέρνει να φτιάχνει ηλεκτρικά με ψυχή. Είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Στην εξελικτική αλυσίδα των M, η M50 αντιπροσωπεύει για την ώρα ένα παράλληλο σύμπαν που θα συγκλίνει όλο και περισσότερο με εκείνο των “θερμικών” μέχρι να πάρει τη θέση τους μία μέρα, κάπου στα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Ένα είναι σίγουρο. Ότι αυτό θα γίνει – όταν γίνει – με απόλυτο σεβασμό στις αξίες που πρεσβεύει το γράμμα Μ εδώ και μισό αιώνα.
Η γραμμική ώθηση που παράγεται από τη στιγμή που οι τροχοί αρχίζουν να περιστρέφονται και η απίστευτη δυνατότητα του αυτοκινήτου να μεταμορφώνει τον απαλό χαρακτήρα του σε βίαιο, χωρίς κανένα δισταγμό ή σκαλοπάτι, προκαλούν εθισμό στον αμύητο οδηγό. Είναι σα να έχεις κάτω από το δεξί σου πόδι και ανάμεσα στα χέρια σου δύο εντελώς διαφορετικά αυτοκίνητα και να μην μπορείς να καταλάβεις πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Μέχρι που αντιλαμβάνεσαι ότι αυτοί οι δύο, αντικρουόμενοι φαινομενικά χαρακτήρες, αποτελούν την πεμπτουσία του αυτοκινήτου που οδηγείς. Δόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ.
Για το τέλος αφήσαμε το πιο καυτό ερώτημα. Τι αυτονομία έχει η M50; Κατά μέσο όρο μετρήσαμε 367 χιλιόμετρα, τα οποία ανακτώνται εύκολα, με την προϋπόθεση να βρεις στο δρόμο σου φορτιστή υψηλής ισχύος HPC. Η M50 φορτίζεται με ισχύ μέχρι 205 kW που σημαίνει ότι η κλασική φόρτιση από 20-80% ολοκληρώνεται σε μόλις 28 λεπτά.
Μέχρι να ψελλίσεις M50, το αυτοκίνητο μεταμφιέζεται από ήρεμο οικογενειακό σε κολασμένο GT που αγγίζει ταχύτητες που θα έπρεπε να απαγορεύεται ακόμη και να σκεφτείς. Μόνο που από κάτω κρύβεται πλεονάζον βάρος μισού τόνου περίπου, το οποίο φυσικά και δεν κρύβεται. Όταν μπαίνεις γρήγορα στη στροφή το αισθάνεσαι, όπως και όταν φρενάρεις δυνατά, παρότι οι αποστάσεις ακινητοποίησης είναι εξαιρετικές, όπως περίπου και σε μία M4 με carbon κεραμικούς δίσκους. Όμως μην βιαστείτε να βγάλετε λάθος συμπεράσματα, καθώς μιλάμε για λεπτές αποχρώσεις και μάλιστα σε ρυθμούς οδήγησης που ποτέ δε θα τολμούσαμε να προσεγγίσουμε σε ανοιχτό δρόμο, εκτός κι αν θέλαμε να μας αφαιρέσουν το δίπλωμα για πάντα. Σε μία εποχή στην οποία έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης έχουν πουλήσει την ψυχή τους στον “διάβολο” (έτσι δε βλέπουν αρκετοί τη βιωσιμότητα και τους χαμηλούς ρύπους;), τουλάχιστον η BMW καταφέρνει να φτιάχνει ηλεκτρικά με ψυχή. Είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Στην εξελικτική αλυσίδα των M, η M50 αντιπροσωπεύει για την ώρα ένα παράλληλο σύμπαν που θα συγκλίνει όλο και περισσότερο με εκείνο των “θερμικών” μέχρι να πάρει τη θέση τους μία μέρα, κάπου στα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Ένα είναι σίγουρο. Ότι αυτό θα γίνει – όταν γίνει – με απόλυτο σεβασμό στις αξίες που πρεσβεύει το γράμμα Μ εδώ και μισό αιώνα.
Η γραμμική ώθηση που παράγεται από τη στιγμή που οι τροχοί αρχίζουν να περιστρέφονται και η απίστευτη δυνατότητα του αυτοκινήτου να μεταμορφώνει τον απαλό χαρακτήρα του σε βίαιο, χωρίς κανένα δισταγμό ή σκαλοπάτι, προκαλούν εθισμό στον αμύητο οδηγό. Είναι σα να έχεις κάτω από το δεξί σου πόδι και ανάμεσα στα χέρια σου δύο εντελώς διαφορετικά αυτοκίνητα και να μην μπορείς να καταλάβεις πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Μέχρι που αντιλαμβάνεσαι ότι αυτοί οι δύο, αντικρουόμενοι φαινομενικά χαρακτήρες, αποτελούν την πεμπτουσία του αυτοκινήτου που οδηγείς. Δόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ.
Για το τέλος αφήσαμε το πιο καυτό ερώτημα. Τι αυτονομία έχει η M50; Κατά μέσο όρο μετρήσαμε 367 χιλιόμετρα, τα οποία ανακτώνται εύκολα, με την προϋπόθεση να βρεις στο δρόμο σου φορτιστή υψηλής ισχύος HPC. Η M50 φορτίζεται με ισχύ μέχρι 205 kW που σημαίνει ότι η κλασική φόρτιση από 20-80% ολοκληρώνεται σε μόλις 28 λεπτά.
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΛΑΓΙΟΛΙΣΘΗΣΗΣ
Αν την οδηγήσεις για πρώτη φορά σε χαλαρούς ρυθμούς, μπορεί να σε παρασύρει, τόσο ευγενής είναι στο δρόμο. Δεν είναι όμως παιχνίδι, αλλά πολεμικό όπλο. Και έτσι πρέπει να είναι, καθώς η M4 προασπίζει σήμερα τις πιο θεμελιώδεις αρχές του γράμματος Μ.
Ναι, αλλά την έκαναν τετρακίνητη, θα πείτε. Σωστά, όμως αυτό δεν είναι ιεροσυλία. Αν δε σου αρέσει η ιδέα, η πισωκίνητη έκδοση είναι πάντα διαθέσιμη στον κατάλογο. Από την άλλη, αρκούν δύο κλικ στην κεντρική οθόνη για να επιλέξεις το πρόγραμμα 2WD και να έχεις όλα τα άλογα αποκλειστικά στον πίσω άξονα. Και αν θέλεις να εξασκηθείς στο drifting, αρκεί να απενεργοποιήσεις το ESP, κάτι που δεν θα σου πρότεινα να τολμήσεις στον ανοιχτό δρόμο, πόσο μάλλον σε ελληνική άσφαλτο.
Όπως συμβαίνει συνήθως στις επετείους, αναπολούμε τους παλιούς καλούς καιρούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εποχή που οι M3 ήταν σαφώς μικρότερες και ελαφρύτερες. Συγκριτικά με εκείνες, η σημερινή M4 ίσως είναι πολύ μεγάλη για να τη φοράς σα γάντι. Οι Γερμανοί το αντιλήφθηκαν πρώτοι αυτό, γι’ αυτό και δημιούργησαν την M2, η οποία λόγω διαστάσεων και μόνο θυμίζει περισσότερο μία E46, ας πούμε. Όμως και με μία M4, μπορείς να διασκεδάσεις όσο ποτέ στη ζωή σου.
Η ΠΙΟ ΑΚΡΑΙΑ M
Τι να πούμε για τον γερμανικό straight six; Είναι πάντα ένα αριστούργημα. Καταλαβαίνεις την ύπαρξη των δύο turbo μόνο από τη ζωντανή απόκριση στο γκάζι και το εντυπωσιακό τράβηγμα από πολύ χαμηλά. Αν περιμένεις turbo lag, συγγνώμη αλλά δε θα το βρεις εδώ. Ούτε ο ήχος της εξαγωγής καλύπτεται από την υπεσυμπίεση. Αν πάλι παραμένεις αθεράπευτα πιστός στα ατμοσφαιρικά μοτέρ, μόνο ένας λόγος υπάρχει για να μην αλλαξοπιστήσεις. Ο twin turbo από το Μόναχο δε σε θέλγει να ανεβάζεις μέχρι τον κόφτη σε κάθε αλλαγή, αλλά σου λέει “άλλαξε 500-1.000 στροφές πιο κάτω, δε χάνεις και τίποτα”. Οπότε πριν κοκκινήσουν τα led, ανεβάζεις μία. Και μιας και μιλάμε για αλλαγές, αυτή τη φορά το ZF μας φάνηκε πιο αποφασιστικό απ΄ό,τι στη δοκιμή του 2021. Μόνο που στην πίστα, όταν κυνηγάς τον ταχύτερο γύρο, θα σου λείψει ίσως αυτό το κάτι παραπάνω σε ταχύτητα, που μόνο ένα καλό αυτόματο διπλού συμπλέκτη μπορεί να εξασφαλίσει.
Να γίνω ακόμη πιο αυστηρός; Προσωπικά, σε ένα τέτοιο αυτοκίνητο θα ήθελα τιμόνι με λίγο μικρότερη διάμετρο. Ένα εκατοστό – όχι παραπάνω – θα αρκούσε ώστε να είναι πιο κομψές οι κινήσεις των χεριών στις στροφές. Κατά τ’ άλλα, αν κατέχεις το άθλημα, καταλαβαίνεις ότι το πλαίσιο μοιάζει να αφουγκράζεται στην εντέλεια τη σκέψη σου. Με την M4 – και αυτό είναι το καλύτερο – όλα γίνονται στη σωστή στιγμή και με ιδανικό τρόπο. Το αυτοκίνητο κάνει δηλαδή πάντα αυτό που ακριβώς του ζητάς. Η ακρίβεια στις αντιδράσεις του, δεν το εμποδίζει να μεταμορφώνεται σε μάστορα του drifting, όταν έχεις τη διάθεση να ξεχάσεις το χρονόμετρο και να κάνεις έναν ολόκληρο γύρο με ανάποδο τιμόνι. Και θα χαίρεσαι σα μωρό παιδί, μέχρι να σοβαρευτείς, να ξεκουράσεις τα ελαστικά και να πατήσεις start στο χρονόμετρο. Τότε η M4 μεταμορφώνεται μαγικά σε πύραυλο εδάφους – εδάφους που απαιτεί χειρισμό υψηλής ακρίβειας και αυτοσυγκράτησης, παρά θράσους και υπερβολής. Να θυμίσουμε εδώ ότι η M4 Competition αποτελεί τη βάση της αγωνιστικής GT3, με την οποία συμμετέχει – και νικά – ο πρώην οδηγός της F1 και του DTM Timo Glock στους ιταλικούς αγώνες ταχύτητας. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα εν δυνάμει αγωνιστικό αυτοκίνητο – και όχι απλά μία drift machine – που αποδεικνύει ότι η σχέση της BMW με τους αγώνες δεν είναι απλά επινόηση του βαυαρικού τμήματος μάρκετινγκ.