To μοντέλο που αντικαθιστά το Lodgy κάνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Σε τομείς όπως το σχεδιαστικό μοτίβο, εντός και εκτός, χωρίς να στερείται τα στοιχεία αυτά που χαρακτήριζαν το προκάτοχό του. Δηλαδή την ευρυχωρία στο εσωτερικό και το χαμηλό κόστος κτήσης.
Του Fabio Sciarra
Χωρίς διάθεση ειρωνείας, αλλά εδώ και μερικά χρόνια η Dacia πρέπει να ληφθεί ως μια από τις πιο σοβαρές και τίμιες αυτοκινητοβιομηχανίες. Και αυτό γιατί η ρουμανική φίρμα χαμηλού κόστους, που ανήκει στον Όμιλο Renault, έχει κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στην εξέλιξη και σχεδίαση των νέων της μοντέλων. Κάτι που της χαρίζει και τα ανάλογα αποτελέσματα, όπως την εμπορική επιτυχία στις ευρωπαϊκές αγορές. Το πρώτο σημάδι για την βελτίωση της εταιρείας, εμφανίστηκε το 2020 με το λανσάρισμα του νέου Sandero. Το οποίο άφησε πίσω του την πλατφόρμα M0 για να υιοθετήσει την αρθρωτή CMF-B. Παράλληλα, σηματοδότησε την είσοδο της μάρκας στις υψηλότερες βαθμίδες της Συμμαχίας Renault-Nissan-Mitsubishi. Έκτοτε, η Dacia αποτελεί την «αιχμή του δόρατος», τουλάχιστον για όσους θέλουν ένα αυτοκίνητο σε χαμηλή τιμή και πολλά θετικά στοιχεία. Μιλώντας για το Sandero, να αναφέρουμε ότι την πρώτη χρονιά πλήρους κυκλοφορίας στη Γηραιά Ήπειρο κατάφερε να αναρριχηθεί στην 3η θέση των συνολικών πωλήσεων. Ενώ οι προβλέψεις για το 2022 είναι ακόμα πιο ελπιδοφόρες. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναφέρουν ότι είναι πολύ πιθανό να κατακτήσει και την κορυφή, ξεπερνώντας μεγάλα και καταξιωμένα ονόματα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. Όπως το VW Golf, κάτι που έχει συμβεί μόνο σε πέντε περιπτώσεις από το 1983 έως και σήμερα.
ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, EINAI
Όλα αυτά είναι απαραίτητα για να καταλάβουμε τον χαρακτήρα του Jogger. Γιατί το νέο μοντέλο της Dacia κινείται σε παράλληλους δρόμους με το Sandero, που όπως κι εκείνο, έχει αφήσει πίσω του τα τερτίπια του παρελθόντος. Η σχεδίαση του εσωτερικού αποτελεί ένα από τα σημαντικά του πλεονεκτήματα, όπως συμβαίνει και στο Lodgy, το οποίο αντικαθιστά. Επίσης, το Jogger διαθέτει ένα σαφέστατα πιο μοντέρνο αμάξωμα, με έντονες δόσεις στυλ, χωρίς όμως να αλλάζει το πνεύμα της κατασκευής. Είναι ένα προσιτό σε τιμή αυτοκίνητο, με ορθολογική διαμόρφωση, μάλλον καλύτερα ένα εξαιρετικό εσωτερικό. Ο συνδυασμός των εξωτερικών διαστάσεων (μήκος 4,55 μέτρα και ύψος 1,69 μ.) και του μεταξονίου (αγγίζει τα 2,90 μέτρα), προσφέρει χώρους που λίγα μοντέλα μπορούν να ξεπεράσουν. Η συζήτηση δεν αφορά μόνο αυτούς που κάθονται στην εμπρός σειρά καθισμάτων. Αντιθέτως, το Jogger κάνει τη διαφορά σε αυτούς που κάθονται πίσω, προσφέροντας εξαιρετικούς χώρους για την κατηγορία του. Σε ό,τι αφορά στον «αέρα» για το κεφάλι, οι επιβάτες της πρώτης σειράς έχουν στη διάθεσή τους 923 χιλιοστά ύψος, εκείνοι της δεύτερης σειράς 910 χιλιοστά και αυτοί της τρίτης και τελευταίας σειράς 855 χιλιοστά. Πέραν των παραπάνω, το Jogger είναι και πρακτικό. Τα καθίσματα της τρίτης σειράς ζυγίζουν δέκα κιλά το καθένα και αφαιρούνται με μεγάλη ευκολία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο χώρος αποσκευών να φτάνει τα 708 λίτρα (που μειώνονται στα 180 λίτρα με όλα τα καθίσματα σε χρήση ή έως και τα 1.819 λίτρα στη διαμόρφωση μέγιστου φορτίου). Τέλος, στην οροφή υπάρχουν τοποθετημένες αρθρωτές μπάρες, ειδικά πατενταρισμένες από την ίδια τη Dacia. Οι τελευταίες, μπορούν να περιστρέφονται κατά τον εγκάρσιο άξονα μέχρι και 90ο, επιτρέποντας στον κάτοχο να φορτώσει αντικείμενα συνολικού βάρους ως και 80 κιλά. Μια αρκετά έξυπνη σχεδιαστική ιδέα. Όταν μπαίνεις σε ένα μοντέλο Dacia, χωρίς καν να το καταλάβεις, υποσυνείδητα προετοιμάζεσαι για ένα λιτό περιβάλλον, μία εικόνα που ίσως έχεις δει και άλλες φορές στο παρελθόν. Όμως ζεις στο 2022 και τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Το σαλόνι είναι σημαντικά αναβαθμισμένο σε όλα τα επίπεδα, με νέο και πιο εργονομικό ταμπλό, στο οποίο χρησιμοποιούνται καλύτερης ποιότητας (σκληρά) πλαστικά, όπου παρεμβάλλονται υφασμάτινες επενδύσεις. Φυσικά, οι συμβιβασμοί παραμένουν. Στη βασική έκδοση Media control, για παράδειγμα, το σύστημα infotainment δεν έχει τη δική του οθόνη, αλλά μία απλή υποστήριξη (καλώδιο) για τη σύνδεση με smartphone.
ΠΡΟΒΛΕΨΙΜΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Παρά το αυξημένο ύψος και την απόσταση από το έδαφος (που φτάνει πλέον τα 20 εκατοστά), το Jogger δεν επηρεάζεται σε ό,τι αφορά στην οδική του συμπεριφορά. Πράγματι, παραμένει εύκολα ελεγχόμενο σε όλες τις δυνατές καταστάσεις. Για παράδειγμα, στις καμπές επιβεβαιώνεται η πολύ καλή και ήδη δοκιμασμένη πλατφόρμα CMF–B. Όπως επίσης και η λειτουργία της ανάρτησης, που συνδυάζει την άνεση και τα υψηλά επίπεδα πλευρικής πρόσφυσης, χάρη και στην ύπαρξη τροχών 16 ιντσών. Παράλληλα, η απορρόφηση των όποιων ανωμαλιών στον ασφαλτοτάπητα, συμπεριλαμβανομένων των εγκάρσιων εμποδίων, είναι ικανοποιητική. Εκεί το πίσω μέρος του αμαξώματος παραμένει σταθερό στο δρόμο, παρά την υιοθέτηση ημιάκαμπτου άξονα. Η όποια κριτική εντοπίζεται στο τιμόνι, το οποίο δείχνει ομοιογενές ως προς την κατεύθυνση και την προσαρμογή της ηλεκτρικής κρεμαγιέρας στην αλλαγή ταχύτητας. Στερείται όμως επικοινωνίας και αμεσότητας, υποδηλώνοντας πάντα μια μικρή καθυστέρηση στην «είσοδο» της στροφής.
Μηχανικά, το Jogger προσφέρεται αποκλειστικά με τρικύλινδρους κινητήρες βενζίνης και βενζίνης-υγραερίου, προερχόμενους από την γκάμα των Duster και Sandero. Ο πρώτος αποδίδει 110 ίππους και 200 Nm ροπής, ενώ ο δεύτερος 100 ίππους και 170 Nm ροπής. Μιλώντας για την δεύτερη έκδοση, το ρεζερβουάρ βενζίνης των 50 λίτρων συνδυάζεται με ένα αντίστοιχο υγραερίου 40 λίτρων, προσφέροντας αυτονομία 1.000 χλμ. Χάρη στο μικρό βάρος (κυμαίνεται από 1.176 κιλά στην πενταθέσια διάταξη έως 1.291 κιλά για την LPG 7θέσια έκδοση), το Jogger δεν φαίνεται να υστερεί από τον μικρό κυβισμό, όντας ζωντανό και ελαστικό από τις 2.000 σ.α.λ. Αλλά θα πρέπει να αξιολογηθεί καλύτερα σε συνθήκες πλήρους φορτίου, τόσο από την άποψη της απόδοσης, όσο και από την την άποψη της κατανάλωσης. Σύμφωνα με το εργοστάσιο, η μέση κατανάλωση κυμαίνεται ανάμεσα στα 5,7-6,0 λίτρα/100 χλμ., κάτι που το επιβεβαίωσε και το trip computer (6,5 λίτρα/100 χλμ.). Στο δια ταύτα, αυτό που ξεχωρίζει είναι το εξής. Aκόμα και εάν αφαιρέσουμε το «οικονομικό» παρελθόν του προκατόχου του, το Jogger δείχνει και είναι μοντέρνο. Την ίδια στιγμή που προτάσσει τον «value for money» χαρακτήρα του. Και η επιβεβαίωση έρχεται από τους επίσημους τιμοκαταλόγους, με το κόστος κτήσης να κυμαίνεται στην ιταλική αγορά από τις 14.650 έως τις 18.900 ευρώ.