του Roberto Boni απόδοση: Νίκος Μαρινόπουλος φωτογραφίες: Massimiliano Serra
Συμβατικό ή ηλεκτρικό; Η απάντηση δεν εξαρτάται μόνο από την τιμή αγοράς. Το ηλεκτρικό υπόσχεται να κοστίσει φθηνότερα, μακροπρόθεσμα όμως. Κάτι που ισχύει και στην περίπτωση αυτού του κομψού σουπερμίνι, με επιδόσεις και αυτονομία που το καθιστούν ιδανικό για καθημερινή χρήση
Εάν μπείτε σε μια έκθεση της Peugeot για να ζητήσετε μια προσφορά για κάποια έκδοση βενζίνης ή diesel του 208, μην απορήσετε εάν λάβετε μια επιπλέον για την ηλεκτρική έκδοση. Δεν πρόκειται για λάθος. Ο πωλητής έχει κάνει τους υπολογισμούς και γνωρίζει ότι η διαφορά στο κόστος δεν είναι όσο μεγάλη δείχνει αρχικά. Στις επόμενες σελίδες θα σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας από τη δοκιμή του ηλεκτρικού e-208, αλλά παράλληλα θα το συγκρίνουμε με μια έκδοση βενζίνης αντίστοιχων προδιαγραφών.
Σε σύγκριση με την έκδοση PureTech 130, με 3κύλινδρο βενζινοκινητήρα 1,2 λίτρων με απόδοση 131 ίππους (πέντε λιγότερους από την ηλεκτρική έκδοση) και αυτόματο κιβώτιο οκτώ σχέσεων, η κορυφαία έκδοση GT του e-208 κοστίζει 10.400 ευρώ παραπάνω. Εάν δεν σας έπεσε το περιοδικό από τα χέρια, σας πληροφορούμε ότι μετά από πέντε χρόνια, το e-208 καταλήγει να κοστίζει περίπου 4.000 ευρώ φθηνότερα, όπως μπορείτε να διαβάσετε στις επόμενες σελίδες.
Θα πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο δεν είναι κατάλληλο για όλους. Ωστόσο, στην περίπτωση του συγκεκριμένου σουπερμίνι, είναι απόλυτα ικανό να εκπληρώσει τα καθημερινά του καθήκοντα, αλλά και να εκδράμει τα Σαββατοκύριακα μέχρι το εξοχικό. Γι’ αυτό και θα ήταν λάθος να σταθούμε μόνο στην τιμή αγοράς, προκειμένου να το αξιολογήσουμε. Αντιθέτως, το αξιολογούμε σε ορίζοντα πενταετίας, δηλαδή καθόλη τη διάρκεια ενός τυπικού κύκλου ιδιοκτησίας. Κάτι που επιμένουμε ότι πρέπει να γίνεται και για τον προσδιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να υπολογίζονται καθόλη τη διάρκεια ζωής ενός αυτοκινήτου, από την παραγωγή έως την ανακύκλωσή του και όχι μόνο να προσμετρώνται αποκλειστικά εκείνες που αφορούν τη χρήση του.
ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΙ ΟΙ ΧΩΡΟΙ
Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι το e-208 είναι τελικά φθηνότερο από την αντίστοιχη έκδοση βενζίνης, ας δούμε πώς τα βγάζει πέρα στις καθημερινές μετακινήσεις. Εμφανισιακά, τα δύο αυτοκίνητα είναι σχεδόν τα ίδια, εξαιρουμένων ορισμένων λεπτομερειών. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά στους χώρους για τους επιβάτες και τις αποσκευές. Αυτό οφείλεται στην πλατφόρμα CMP, εξαρχής σχεδιασμένη για να δεχτεί τόσο θερμικούς, όσο και ηλεκτρικούς κινητήρες. Στην καμπίνα του e-208 βρίσκουμε το ίδιο σύγχρονο και πρωτότυπο περιβάλλον όπως και στις συμβατικές εκδόσεις. Χαρακτηρίζεται από τον τρισδιάστατο ψηφιακό πίνακα οργάνων, που βρίσκεται πίσω από το μικρό τετραγωνισμένο τιμόνι. Η καμπίνα είναι φιλόξενη, με επαρκείς χώρους, ειδικά σε πλάτος και ύψος. Ιδιαίτερα προσεγμένο (για τα δεδομένα της κατηγορίας) είναι και το φινίρισμα. Μια ιδέα λιγότερο ικανοποιητικός είναι ο χώρος αποσκευών. Έχει χωρητικότητα μόλις 247 λίτρα (με βάση το Κέντρο Δοκιμών μας), ωστόσο το σχήμα του επιτρέπει την πλήρη αξιοποίησή του. Ικανοποιητικός ο βαθμός του και στο θέμα του infotainment. Βάση του συστήματος είναι μία οθόνη 10 ιντσών και ένα σύστημα με αρκετές λειτουργίες, μεταξύ αυτών και οι φωνητικές εντολές, συμβατό με κινητά Android και Apple.
Για να δει κανείς διαφορά μεταξύ της ηλεκτρικής και της συμβατικής έκδοσης του γαλλικού σουπερμίνι, θα πρέπει να πατήσει το γκάζι. Στα χαρτιά, η ισχύς των δύο κινητήρων είναι παραπλήσια, ωστόσο η απόδοσή της είναι πολύ διαφορετική στην πράξη. Το e-208, το οποίο έχει μειονέκτημα στο βάρος (περίπου 300 κιλά βαρύτερο), αποκρίνεται άμεσα και πετάγεται μπροστά στα φανάρια. Χρειάζεται 8,1 δευτερόλεπτα για τα 0-100 χλμ./ώρα, είναι δηλαδή 1,3 δευτερόλεπτα ταχύτερο σε σύγκριση με το PureTech 130. Αντίστοιχη η διαφορά (1,4 δευτερόλεπτα) και στην επιτάχυνση 70-120 χλμ./ώρα. Αυτή η αμεσότητα στην απόκριση (στο γκάζι), είναι ιδιαίτερα εμφανής στην πόλη, όπου το ηλεκτρικό υπερτερεί, χάρη στην ευκολία χειρισμού και την ευελιξία του. Στον τομέα της άνεσης, οι δύο εκδόσεις είναι σχεδόν ισάξιες για τους εμπρός επιβάτες. Ωστόσο, οι πίσω επιβάτες στο e-208 αντιλαμβάνονται λίγο περισσότερο τις ανωμαλίες του οδοστρώματος. Λίγο πιο ήσυχο το θερμικό μοντέλο, κάτι που διαψεύδει την εντύπωση ότι για το θόρυβο στην καμπίνα ευθύνεται κυρίως ο κινητήρας. Εάν βέβαια ζητήσετε τη μέγιστη επιτάχυνση, τότε ο 3κύλινδρος αυξάνει τα ντεσιμπέλ του, ενώ ο ηλεκτρικός παραμένει αθόρυβος (ακούγονται ωστόσο τα λάστιχα, ο αέρας κτλ).
Παρόμοια είναι και η συμπεριφορά των δύο αυτοκινήτων κατά τη διάρκεια ελιγμών έκτακτης ανάγκης. Στη δοκιμασία αλλαγής λωρίδας σε βρεγμένο οδόστρωμα, τα δύο αυτοκίνητα έχουν την ίδια συμπεριφορά και σημειώνουν παραπλήσια μέγιστη ταχύτητα (πραγματοποίησης του ελιγμού). Το ηλεκτρικό υστερεί κάπως στο φρενάρισμα. Χρειάστηκε 41,3 μέτρα για να ακινητοποιηθεί από τα 100 χλμ./ώρα (37,7 το θερμικό), ενώ και η κόπωση των φρένων στη σκληρή χρήση είναι πιο εμφανής. Η εξήγηση δίνεται από τα 314 κιλά της διαφοράς μεταξύ των δύο εκδόσεων (σύμφωνα με τις μετρήσεις του Κέντρου Δοκιμών μας). Εκτός από το μεγαλύτερο βάρος, το e-208 έχει και ένα ακόμα μειονέκτημα. Παρά τις ακριβώς ίδιες διαστάσεις των ελαστικών των δύο αυτοκινήτων, τα ελαστικά του e-208 είναι περισσότερο προσανατολισμένα προς τη μείωση των τριβών (για αύξηση της αυτονομίας), γι’ αυτό και δεν τα πήγαν εξίσου καλά στο φρενάρισμα.
Από αυτή την άποψη, το ηλεκτρικό 208 επιτυγχάνει την τιμή 83 στο δείκτη ηλεκτρικής απόδοσης. Είναι μία από τις καλύτερες που έχουμε καταγράψει και πολύ κοντά στην τιμή 84 του Opel Corsa-e. Λογικό αυτό, λόγω της συγγένειας των δύο αυτοκινήτων. Ουσιαστικά μοιράζονται την ίδια πλατφόρμα, τον ίδιο κινητήρα και τα ίδια ηλεκτρονικά συστήματα.
Από τη σύγκριση των δύο εκδόσεων του 208, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι ισάξιες, με την ηλεκτρική να έχει ένα μακροπρόθεσμο οικονομικό πλεονέκτημα. Δίχως καν να έχουμε υπολογίσει το όφελος από την έκδοση κάρτας δωρεάν στάθμευσης που είναι σημαντικό πλεονέκτημα για τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή της είναι η κατοχή χώρου στάθμευσης εξοπλισμένου με wallbox, εκτός κι αν αυτή η λύση παρέχεται στο χώρο εργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, η φόρτιση της μπαταρίας σε δημόσιους φορτιστές θα αύξανε σημαντικά το κόστος (και όχι μόνο αυτό).