Του Βαγγέλη Φακατσέλη – Φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος
Μέσα στo τσουνάμι των SUV που κατακλύζουν την αγορά, η εμπορική επιβίωση ενός μοντέλου άλλης κατηγορίας, προϋποθέτει την παρουσία μιας «βαριάς» λέξης στο αμάξωμά του. Όπως για παράδειγμα η λέξη Golf.
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος. Ήταν Άνοιξη του 2020, όταν η 8η γενιά ενός από τα πιο εμβληματικά ονόματα στην ιστορία της αυτοκίνησης, ξεκινούσε την εμπορική της πορεία στην ελληνική αγορά. Το νέο VW Golf διέθετε για μία ακόμη φορά, όλα εκείνα τα στοιχεία που το αναδεικνύουν διαχρονικά ως ένα από τα best seller της μικρομεσαίας κατηγορίας. Ποια είναι αυτά; Πρώτα απ’ όλα η πολύ καλή ποιότητα κατασκευής. Έπειτα, η σχεδίαση που ποτέ δεν διαφέρει ριζικά από γενιά σε γενιά και φυσικά, το απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο που του δίνει τη δυνατότητα να υποστηρίζει με άκρως πειστκό τρόπο το αφήγημα του μέτρου σύγκρισης στην κατηγορία του.
Το Golf της δοκιμής, αποτελεί την entry level έκδοση του μοντέλου, καθώς εφοδιάζεται με τον 3κύλινδρο βενζινοκινητήρα 1.0 λίτρου, η απόδοση του οποίου ανέρχεται σε 110 ίππους. Συνδυάζεται δε αποκλειστικά με αυτόματο κιβώτιο DSG 7 σχέσεων και διαθέτει επιπλέον ένα ήπιο υβριδικό σύστημα με μπαταρία 48V που βρίσκεται τοποθετημένη κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού.
Μέχρι και πριν μερικά χρόνια, η τοποθέτηση κινητήρα 1.0 λίτρου σε αμάξωμα 4,3 μέτρων δεν μπορούσε να σταθεί ούτε ως ανέκδοτο. Βέβαια τα πράγματα σήμερα έχουν αλλάξει σημαντικά, έτσι ώστε το Golf με τον 1.000άρη κινητήρα, όχι απλώς να μην υστερεί, αλλά να είναι απόλυτα αξιοπρεπές υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αν και το υβριδικό σύστημα δεν προσθέτει ροπή ή ισχύ, οι 110 ίπποι αποδίδονται τόσο γραμμικά, που σε συνδυασμό με την πάντοτε υποδειγματική λειτουργία του κιβωτίου DSG, σε κάνουν να ξεχνάς τις προδιαγραφές του κινητήρα που βρίσκεται κάτω από το καπό.
Τα 10,2’’ για την επιτάχυνση 0-100 και τα 202 χ.α.ώ τελικής που ανακοινώνει η VW, είναι τιμές απόλυτα ικανοποιητικές για βασική έκδοση μοντέλου. Όπως ικανοποιητική είναι και η μέση κατανάλωση, που κυμαίνεται στα επίπεδα των 6,5 λ/100 χλμ. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι ο κινητήρας σβήνει μόλις ο οδηγός πάρει το πόδι του από το γκάζι, επιτρέποντας στο αυτοκίνητο να ρολάρει ελεύθερα (coasting), ενώ η επανεκκίνησή του γίνεται χωρίς ο οδηγός να αντιλαμβάνεται το παραμικρό.
ΚΛΑΣΙΚΟ GOLF
Κατά τα άλλα, η συμπεριφορά του Golf είναι απροβλημάτιστη, τα περιθώρια πρόσφυσης υψηλά και η ποιότητα κύλισης από τις κορυφαίες στην κατηγορία. Αν και η πίσω ανάρτηση στις εκδόσεις του Golf μέχρι και τους 130 ίππους περιλαμβάνει ημιάκαμπτο άξονα, πρακτικά οι παραχωρήσεις που χρειάζεται να κάνεις είτε μιλάμε για άνεση, είτε για πρόσφυση, είναι ελάχιστες. Παράλληλα, το Golf τα καταφέρνει εξίσου καλά και στον ανοιχτό δρόμο, όπου τόσο η καλή ηχομόνωση όσο και οι διαστάσεις των ελαστικών (205/55 R16) στα οποία ορθά η VW απέφυγε το χαμηλό προφίλ, φιλτράρουν αρκετά καλά τις κακοτεχνίες των δρόμων.
Οι χώροι του Golf είναι αρκετά καλοί για την άνετη μετακίνηση τεσσάρων ενηλίκων, ενώ εκείνοι των αποσκευών (380 λίτρα) βρίσκονται στο μέσο όρο της κατηγορίας. Σχεδιαστικό highlight παραμένει το πλήρως ψηφιακό ταμπλό, με τα φυσικά κουμπιά να έχουν σχεδόν εκλείψει και όλες τις λειτουργίες/ρυθμίσεις να γίνονται μέσω αφής. Φυσικά υπάρχει πάντα και η επιλογή των φωνητικών εντολών, αλλά όπως συμβαίνει και σε άλλα μοντέλα, έτσι και εδώ η εν λόγω επιλογή δεν είναι απόλυτα αξιόπιστη.
Εν κατακλείδι, αν και πρόκειται για τη βασική έκδοση του Golf, το συνολικό πακέτο είναι εξαιρετικά ελκυστικό. Η έκδοση με το ήπιο υβριδικό σύστημα (1.0 eTSI) κοστίζει περίπου €1.500 παραπάνω από την συμβατική 1.0 TSI, όμως αξίζει το επιπλέον τίμημα. Αφενός απαλάσσεται από τέλη κυκλοφορίας, αφετέρου εξασφαλίζει χαμηλότερη κατανάλωση και σου δίνει πρόσβαση σε όλες τις αξίες στις οποίες η VW έχτισε το μύθο του νέου Golf. Τόσο τις ποιοτικές όσο και τις τεχνολογικές.