Δύο από τους μεγαλύτερους ομίλους αυτοκινητοβιομηχανιών, συμφώνησαν να ξεκινήσουν τις -ουσιώδεις- συζητήσεις για τη συγχώνευση τους, με δηλωμένη την πρόθεσή τους να μετασχηματιστούν σε μία εταιρεία.
Το γκρουπ FCA (Fiat Chrysler Automobiles), διερευνούσε τη δυνατότητα συνεργασιών εδώ και αρκετούς μήνες και μάλιστα, πολύ πρόσφατα υπήρξαν ατελέσφορες οι σχετικές συζητήσεις με την Renault (και κατ’ επέκταση με τον στρατηγικό εταίρο της τελευταίας, Nissan). Ωστόσο, οι αντίστοιχες με το γκρουπ PSA (Peugeot SA) έφεραν αποτέλεσμα και -κατά πάσα πιθανότητα- βρισκόμαστε λίγο πριν τη δημιουργία μίας νέας εταιρείας με έδρα την Ολλανδία, με τον κάθε όμιλο να κατέχει μερίδιο 50%.
Η νέα εταιρεία θα περιλαμβάνει στους κόλπους της πολλές και σημαντικές μάρκες, κάποιες από αυτές με τεράστια ιστορία: Peugeot, Opel, Citroën, DS Automobiles, Vauxhall (από την πλευρά του γκρουπ PSA) και Fiat, Lancia, Chrysler, Dodge, Jeep, Alfa Romeo, Abarth, Maserati (από την πλευρά του γκρουπ FCA). Οι CEO των ομίλων, Mike Manley και Carlos Tavares, δήλωσαν ενθουσιασμένοι με την συγχώνευση.
Η έδρα της νέας εταιρείας θα βρίσκεται στην Ολλανδία, με το διοικητικό συμβούλιο να απαρτίζεται από 11 μέλη, 6 εκ των οποίων θα προέρχονται από τον όμιλο PSA και οι άλλοι 5 από τον όμιλο FCA. Διευθύνων σύμβουλος ορίστηκε ο Carlos Tavares, ο τωρινός CEO της PSA, ενώ πρόεδρος ο επικεφαλής του ομίλου FCA., John Elkann. Ο πρόεδρος, ο CEO αλλά και τα μέλη του Δ.Σ., θα παραμείνουν στη θέση τους για τα επόμενα 5 χρόνια.
Με την ολοκλήρωση της συγχώνευσης, αναμένεται η εισαγωγή της νέας εταιρείας στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης, του Παρισιού και του Μιλάνου. Θεωρητικά και σύμφωνα με τα τωρινά οικονομικά μεγέθη, ο νέος κολοσσός (που θα αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο μετά τους ομίλους Toyota, Renault και VW) υπολογίζεται ότι θα έχει ετήσιες πωλήσεις 8,7 εκατ. οχημάτων, με έσοδα 170 δις. ευρώ και κόστη περίπου 11 δις. ευρώ. Και οι δύο πλευρές έχουν δεσμευτεί ότι δεν θα κλείσει κανένα εργοστάσιο τους, ενώ υπολογίζουν ότι μέσα στο πρώτο έτος της σύμπραξης θα εξοικονομήσουν κόστη ύψους 3,7 δις. ευρώ.