Ο οδηγός που συμμετείχε στο 1ο Ράλλυ Ακρόπολις δεν είναι πια στη ζωή. Όμως η τελευταία συνέντευξη που μας έδωσε, πριν από 14 μήνες, ήταν για τον συγκεκριμένο αγώνα.
Χριστίνα Μυρτώ Σταθάκη
Θυμάμαι ότι προσπαθούσα για μήνες να βρω τρόπο να επικοινωνήσω μαζί του. Όσα τηλέφωνα έβρισκα δεν ίσχυαν πια. Μέχρι ένα μεσημέρι στα τέλη Ιουνίου. Ο αριθμός του τηλεφώνου που μου είχε δώσει μια συνάδελφος ήταν ο σωστός και μου απάντησε ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Τα συναισθήματα έκπληξης και χαράς ήταν πολύ έντονα. Συστήθηκα και ζήτησα μια συνάντηση για να κάνουμε μια συνέντευξη με αφορμή την επιστροφή του Ράλλυ Ακρόπολις. Με καθηλωτική ευγένεια μου είπε πως είναι 98 ετών και κάποια πράγματα τα έχει ξεχάσει, όμως δέχτηκε να κάνουμε την συνέντευξη στο σπίτι του δύο ημέρες αργότερα.
Την 1η Ιουλίου 2021 είχα την τιμή και τη χαρά να περάσω σχεδόν 4 ώρες μαζί του. Μου έδειξε φωτογραφίες, βιβλία, συνεντεύξεις και τρόπαια. Μου μίλησε ακόμα και για λεπτομέρειες της ζωής του που οι συνάδελφοι του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ θα έκαναν πρώτη είδηση. Αλλά εγώ ήμουν εκεί γιατί ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν ο μοναδικός εν ζωή συμμετέχων στο 1ο Ράλλυ Ακρόπολις, του 1953. Οι μόνες ιστορίες που με ενδιέφεραν ήταν για σκονισμένα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την Ελλάδα.
Εκείνα τα χρόνια στους αγώνες συμμετείχαν κυρίως οι άνθρωποι της «καλής κοινωνίας», γόνοι γνωστών οικογενειών. Άνθρωποι με υψηλό κοινωνικό και οικονομικό προφίλ. Και ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν ένας από αυτούς. «Τότε ο αγώνας διέσχιζε σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη ως τη Σπάρτη, περνώντας μέσα από κατσάβραχα και χωρίς καμιά στάση. Και φυσικά πληρώναμε τα πάντα από την τσέπη μας, δεν υπήρχαν χορηγοί» ανέφερε στην κουβέντα μας. Και πρόσθεσε: «Δεν μας ενδιέφερε το αποτέλεσμα, το κάναμε για το κέφι μας». Αυτό το κέφι μπορούσε κάποιος να το διακρίνει στα μάτια του ακόμα και μετά από 69 χρόνια! Ο Ζάχος Χατζηφωτίου λάτρευε τα αυτοκίνητα και είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στις Ferrari. Είχε αποκτήσει πολλές και είχε δεκάδες φωτογραφίες με αυτές, καθώς και μια πλούσια συλλογή σπάνιων βιβλίων της φίρμας από το Maranello και όχι μόνο.
Στο σαλόνι, το τραπέζι εμπρός από τους καναπέδες κοσμούσαν δεκάδες αναμνηστικά από διάφορα Ράλλυ Ακρόπολις, τα οποία μου έδειξε ένα-ένα, ενώ στο γραφείο του υπήρχε μια τροπαιοθήκη με μερικά κύπελα από αγώνες της δεκαετίας του 1950, όπως από την Ανάβαση του Χορτιάτη και το Φθινοπωρινό Ράλλυ του 1956. Ο τοίχος απέναντι από το γραφείο του ήταν καλυμμένος από πολλές δεκάδες φωτογραφίες, ουκ ολίγες μέσα ή πλάι σε αυτοκίνητα, αγωνιστικά και μη. Αυτές, ανακατεμένες με φωτογραφίες του δίπλα σε αστέρες προηγούμενων δεκαετιών, συμπλήρωναν το παζλ της συναρπαστικής ζωής του διάσημου «μπον βιβέρ».
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου, με καταγωγή από τα Ψαρά, γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1923 και φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Κατοχή, σε ηλικία 17 ετών, πήγε στην Αίγυπτο και έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις αρχικά στους Ποντικούς της Ερήμου και αργότερα στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία η οποία μπήκε πρώτη στο Ρίμινι. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στην οικογενειακή επιχείρηση με αντικείμενο την παραγωγή και το εμπόριο υφασμάτων. Από το 1956 και μέχρι το 1962 διετέλεσε διευθυντής εκδοτικού οίκου στο Παρίσι. Την περίοδο 1962-1970 δραστηριοποιήθηκε στη ναυτιλία και από το 1970 ασχολήθηκε με τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία. Ήταν χρονογράφος στην εφημερίδα «Καθημερινή» (1974-1977), στον «Ταχυδρόμο» με το ψευδώνυμο «Ίακχος» από το 1975 και στα «Νέα» ως «ο Διακριτικός» από το 1977, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός από το τηλεοπτικό πεντάλεπτο κοινωνικής κριτικής της αθηναϊκής ζωής. Υπήρξε επίσης Επίτιμος Πρόεδρος των πολεμιστών της Μέσης Ανατολής και μέλος του Δ.Σ. της ΕΛΠΑ.