Το ότι τα αυτοκίνητα έχουν ανάγκη όλο και περισσότερο από microchip, είναι γνωστό. Το ότι υπάρχει τεράστια έλλειψη και ότι τα chip προέρχονται κυρίως από κολοσσούς της Ασίας, αυτό συνιστά μεγάλο ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Για να αποδεσμευτεί η Ευρώπη από αυτή την εξάρτηση, απαιτείται πολιτική βούληση, τεράστιες επενδύσεις και χρόνος. Η γηραιά ήπειρος πρέπει να κινηθεί ακόμη πιο γρήγορα, αν θέλει να βγει από τη στενωπό.
του Emilio Deleidi, απόδοση: Άκης Τεμπερίδης, Lexartis
Η ενεργειακή επανάσταση διψάει για microchip. Θέλετε να το αναλύσουμε καλύτερα αυτό; Μόλις το 2010, το μέσο κόστος των μικροεπεξεργαστών σε ένα αυτοκίνητο ήταν 300 δολάρια. Σήμερα, το ποσό αυτό έχει ξεπεράσει τα 500 και αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια με την επικράτηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, τα οποία χρειάζονται ηλεκτρονική διαχείριση σε ακόμη περισσότερους τομείς, από τον κινητήρα μέχρι τον μετατροπέα τάσης και από τον φορτιστή μέχρι την μπαταρία. Για να μην πούμε για τη διάδοση των συστημάτων υποβοήθησης Επιπέδου 2 σε μοντέλα της μεσαίας και μικρής κατηγορίας. Λίγο αργότερα προβλέπεται να υιοθετηθεί η τεχνολογία αυτόνομης οδήγησης Επιπέδου 3 και 4. Που σημαίνει ότι το μέσο κόστος των microchip σε κάθε αυτοκίνητο θα φτάσει στα 700 με 1.000 δολάρια, σύμφωνα με εμπειρογνώμονες της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Όσο περνούν τα χρόνια, θα ζούμε λοιπόν σε έναν κόσμο που θα κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τις μικροσκοπικές αυτές κατασκευές σιλικόνης. Οι οποίες αυτή την εποχή προσθέτουν δύο προβλήματα στον μηχανισμό της παγκόσμιας παραγωγής, ιδιαίτερα κρίσιμα. Το πρώτο είναι η έλλειψη microchip σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε αυτά προέρχονται από μικρούς κατασκευαστές (foundries) κυρίως από την Ταϊβάν, είτε από ολοκληρωμένους κατασκευαστές. Ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια, η έλλειψη microchip απειλεί διάφορους τομείς της βιομηχανίας.
Το δεύτερο πρόβλημα αφορά τη γεωγραφία προέλευσης αυτών των συστημάτων, καθώς κατασκευάζονται από ελάχιστες εταιρείες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν έδρα την Ασία, όπως μπορείτε να δείτε αναλυτικά στην επόμενη σελίδα. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς εξάρτησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ανάλογης κρισιμότητας με την ενεργητική εξάρτηση από χώρες όπως η Ρωσία και την προμήθεια μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, επίσης από την Άπω Ανατολή.
ΑΡΧΙΚΑ ΗΤΑΝ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Το 2021 προέκυψε ξαφνικά η λεγόμενη κρίση των microchip, στην οποία αναφερθήκαμε σε άρθρα μας το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήταν ένα προβλέψιμο φαινόμενο αυτό, καθώς η παγκόσμια ζήτηση microchip αυξήθηκε δραματικά την εποχή της πανδημίας. Αφορούσε κυρίως σε ηλεκτρονικές συσκευές (κινητά, tablet και προσωπικούς υπολογιστές), αλλά και σε άλλους τομείς της βιομηχανίας, με πρώτο αυτόν του αυτοκινήτου. Από τη στιγμή λοιπόν που άρχισε και πάλι να ανοίγει η αγορά, η αυτοκινητοβιομηχανία χρειάστηκε microchip και απλά δεν τους είχε διαθέσιμους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πρωτόγνωρες περιπλοκές στην παραγωγή. Η κατασκευή κάποιων μοντέλων αναγκαστικά σταμάτησε, ενώ σε άλλα οι κατασκευαστές προσάρμοσαν το επίπεδο εξοπλισμού ώστε να ικανοποιήσουν τις παραγγελίες τους.
Οι αριθμοί που παραθέτουμε στις επόμενες σελίδες συνοψίζουν μία κατάσταση άκρως ανησυχητική. Σύμφωνα με προβλέψεις της εταιρείας συμβούλων AutoForecast Solutions, το 2022 θα κατασκευαστούν σε παγκόσμιο επίπεδο 3,5 εκατομμύρια λιγότερα αυτοκίνητα, από τα οποία το 1,4 εκατομμύριο στην Ευρώπη. Αυτό συνεπάγεται ακύρωση παραγγελιών και μια πρωτόγνωρη επιμήκυνση των χρόνων παράδοσης, την οποία αισθάνεται στο πετσί του ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής. Πλέον ο μέσος χρόνος αναμονής για ένα made in Europe αυτοκίνητο είναι 6-8 μήνες, ακόμη και για φρέσκα μοντέλα, ενώ για κάποια premium χρειάζεται ακόμη και πάνω από ένας χρόνος.
Κατά τ’ άλλα, ήδη από το 2021 η παγκόσμια αγορά microchip παρουσίασε αύξηση 26,2%, ενώ σύμφωνα με την Ένωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου ACEA, η αύξηση είναι φέτος στο 16,3%. Το 2023, η αγορά αναμένεται να επιστρέψει στην κανονικότητα με αύξηση 5,3%.
Η βασική αιτία πίσω από την επιβράδυνση αυτή της ζήτησης, είναι το γενικότερο οικονομικό κλίμα. Αφενός ο πληθωρισμός που απειλεί διάφορες χώρες του κόσμου (8,8% σε ετήσια βάση στην Ευρώπη σύμφωνα με τη Eurostat – 9,1% στις ΗΠΑ). Αφετέρου, η δραματική αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, των καυσίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης, φρενάρουν τη ροπή του κόσμου προς κατανάλωση. Μετά από μία εντυπωσιακή αύξηση αμέσως μετά τα lockdown, η ζήτηση ηλεκτρονικών συσκευών έχει πέσει δραματικά, συμπαρασύροντας και την παγκόσμια ζήτηση microchip.
Αυτό δε σημαίνει ότι τα προβλήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας θα λυθούν ως δια μαγείας, επειδή έχει πέσει η αγορά των smartphone. Αντίθετα, τα προβλήματα αναμένεται να ενταθούν. Όχι μόνο επειδή τα αυτοκίνητα θα χρειάζονται όλο και περισσότερα microchip για τη λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης. Αλλά και επειδή οι κατασκευαστές θα έχουν ανάγκη από όλο και πιο περίπλοκα και εξατομικευμένα συστήματα ελέγχου σε σχέση με τους άλλους τομείς της παγκόσμιας βιομηχανίας. Σημειώστε ότι οι απαιτήσεις ασφάλειας στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι πιο αυστηρές και προϋποθέτουν πιο δαπανηρές διαδικασίες δοκιμών και πιστοποίησης.
Τέλος, οι αναλυτές της McKinsey & Co επισημαίνουν σε πρόσφατη έκθεση της εταιρείας, ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων παραγγέλνουν σήμερα 10-20% περισσότερα microchip από εκείνους που χρειάζονται σε πραγματικό χρόνο. Προφανώς μετά την οδυνηρή εμπειρία του 2021, ώστε να διαθέτουν στοκ και να προλάβουν ενδεχόμενη έλλειψη σε επόμενη φάση. Και αυτό έχει μεγάλο κόστος. Να θυμίσουμε ότι κρίση microchip είχαμε ξανά, χρόνια πριν την πανδημία και στο ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008-2009.
ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ
Όταν μιλάμε για βιομηχανία microchip, εννοούμε σε κάθε περίπτωση μία αγορά 610 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στον τομέα των ανεξάρτητων χυτηρίων, των λεγόμενων foundries, κυρίαρχες είναι οι χώρες της Άπω Ανατολής. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η Ταϊβάν, η οποία παράγει το 65% των microchip βάσης όλου του κόσμου για λογαριασμό τρίτων. Μήπως δεν είναι τυχαία λοιπόν η διαμάχη Κίνας-ΗΠΑ για το καθεστώς αυτονομίας της συγκεκριμένης χώρας; Στην πρωτοπορία είναι και η Νότια Κορέα με μερίδιο 18% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ η Κίνα κατασκευάζει σήμερα το 5% των microchip. Απομένει ένα 12% που προέρχεται από τρίτους κατασκευαστές με έδρα την Ιαπωνία, τη βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Η εξάρτηση της Ευρώπης στον συγκεκριμένο κρίσιμο τομέα από χώρες πολύ μακρινές και εν δυνάμει ασταθείς, είναι λοιπόν εμφανής και συνιστά πρόβλημα για δυνατούς λύτες.
Το πόσο τρωτό είναι το σύστημα φάνηκε ξεκάθαρα με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η εισβολή δεν ανέδειξε μόνο τον ρόλο-κλειδί της Μόσχας στην επάρκεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη, στο οποίο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πάντα σύμφωνα με τη McKinsey & Co, η Ουκρανία είναι προμηθευτής του 25-35% καθαρού αερίου neon, το οποίο είναι απαραίτητο στην κατασκευή microchip. Ταυτόχρονα, η Ρωσία προμηθεύει το 25-30% του παλλάδιου, ενός ακόμη μετάλλου, απαραίτητου στην ίδια βιομηχανία.
Ο κίνδυνος από όλη αυτή την κατάσταση είναι η υγεία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας να εξαρτάται από τέτοιους γεωπολιτικούς παράγοντες και συχνά να υποκύπτει σε αυτούς. Και δε μιλάμε μόνο για την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία παραμένει ύψιστης σημασίας για τη στήριξη του ΑΕΠ και της απασχόλησης. Επηρεάζονται και άλλοι στρατηγικοί τομείς, όπως των αερομεταφορών, της ιατρικής και των επικοινωνιών. Φανταστείτε τι μπορεί να συμβεί στη περίπτωση μίας σύρραξης ανάμεσα σε Κίνα και Ταϊβάν, μία προοπτική που θεωρείται όλο και λιγότερο απίθανη.
Η Γηραιά Ήπειρος, λοιπόν, πρέπει να αντιδράσει και μάλιστα γρήγορα. Η πρώτη της κίνηση στην παγκόσμια σκακιέρα είναι η νέα νομοθεσία European Chips Act (ECA). Εισήχθη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Φεβρουάριο και αποσκοπεί ακριβώς στην ανάπτυξη της βιομηχανίας microchip. Όπως δήλωσε η Πρόεδρος της Κομισιόν Ursula von der Leyen σχετικά με το ECA, «δεν αφορά μόνο στην ανταγωνιστικότητα, αλλά και την τεχνολογική κυριαρχία. Για την εξασφάλιση της οποίας χρειάζεται να ενώσουμε τις δυνατότητές μας στους τομείς της έρευνας, του σχεδιασμού και του πειραματισμού, συντονίζοντας τις επενδύσεις στα πλαίσια της Ε.Ε. και σε εθνικό επίπεδο, σε όλη την αλυσίδα παραγωγής».
ΤΟ ΕΥΡΩ ΡΕΕΙ ΑΦΘΟΝΟ
Στο στρατηγικό σχέδιο έχουν διατεθεί συνολικά 45 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτά αποσκοπούν στον διπλασιασμό του μεριδίου της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά microchip, από 10% σήμερα σε 20% μέχρι το 2030. Να σημειώσουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το ποσοστό αυτό ήταν 45%, το οποίο είναι ενδεικτικό της υπεροχής που είχε η ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρονικών. Αυτό άλλαξε όταν οι κατασκευαστές ανακάλυψαν το outsourcing, τη μεταφορά δηλαδή της παραγωγής τους σε μακρινές χώρες με χαμηλό –τουλάχιστον τότε– εργασιακό κόστος.
Σύμφωνα με στοιχεία της Deloitte, σε όλο τον κόσμο σήμερα υπάρχουν συνολικά πάνω από 400 μονάδες παραγωγής microchip. Έχουν ανακοινωθεί σχέδια δημιουργίας άλλων 24 μονάδων για την παραγωγή δίσκων πυριτίου (wafer) διαμέτρου 300 χιλιοστών και περίπου δέκα μονάδων για δίσκους 200 χιλιοστών. Κάποιες από αυτές τις εταιρείες θα έχουν έδρα στη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν. Στην Ευρώπη, επενδύσεις έχουν γίνει από την STMicroelectronics στην Ιταλία και την Bosch στο γερμανικό κρατίδιο της Σαξονίας (για τις οποίες μπορείτε να διαβάσετε στις επόμενες σελίδες). Υπάρχει επίσης πρόγραμμα επέκτασης του εργοστασίου της Intel στην Ιρλανδία και κατασκευής δύο ακόμη εργοστασίων από την αμερικανική εταιρεία. Ένα στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας και ένα στην Ιταλία. Γι’ αυτό το τελευταίο δε γνωρίζουμε για την ώρα την ακριβή τοποθεσία. Όμως και οι Ασιάτες δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Ο ταϊβανέζικος κολοσσός TSMC έχει εξασφαλίσει επενδύσεις 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2024, στις οποίες δεν αποκλείεται να περιληφθούν και παραγωγικές μονάδες σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Στην Ιταλία, την άνοιξη του 2021 η εταιρεία LPE επρόκειτο να πουλήσει το 70% των μετοχών της στην κινεζική Shenzen Investment Holdings. Σημειώνεται ότι η LPE κατασκευάζει μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή microchip με έδρα το Μπαραντσάτε, στην περιοχή του Μιλάνου. Τη συγκεκριμένη εξαγορά μπλόκαρε με νομοθετικό διάταγμα η ιταλική κυβέρνηση, θεωρώντας την LPE εταιρεία Golden Power, δηλαδή στρατηγικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Η ΚΡΙΣΗ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΚΑΙΡΟ
Η αύξηση της παραγωγής microchip, όπως εξηγούμε αναλυτικά στις προηγούμενες σελίδες, απαιτεί χρόνια και επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων. Αυτό μπορεί να φανεί περίεργο σε κάποιους, από τη στιγμή που μιλάμε για εξαρτήματα με κόστος που σπάνια υπερβαίνει το ένα δολάριο. Δεν αρκεί όμως ένα εργοστάσιο και μερικά μηχανήματα, καθώς εμπλέκονται περίπλοκες διαδικασίες που απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και μεγάλο χρόνο για να αναπτυχθούν. Γι’ αυτό και θα χρειαστούν χρόνια μέχρι να μπορούμε να πούμε ότι ξεπεράστηκε η κρίση των microchip. Οι εμπειρογνώμονες της McKinsey & Co, πάντως, μιλούν για τρία με πέντε χρόνια τουλάχιστον από σήμερα.