Ακόμη και στις μέρες μας οι γέφυρες Bailey συνιστούν μια γρήγορη, λειτουργική, και προπαντός αξιόπιστη λύση σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών.
Δοξάστηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διευκολύνοντας, τον Ιανουάριο του 1945, τα μέγιστα, τα συμμαχικά στρατεύματα να διαβούν ταχύτατα τον ποταμό Ρήνο, έσχατο αλλά και πιο ισχυρό εμπόδιο στην πορεία προς το Βερολίνο και την ολοκληρωτική συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν τέτοια η σημασία της, που ανάγκασε τον στρατάρχη Μοντγκόμερι να παραδεχθεί ότι «χωρίς την γέφυρα Bailey δεν θα είχαμε κερδίσει τον πόλεμο». Σε χρόνο ρεκόρ, το συμμαχικό μηχανικό έστηνε εκείνες τις δύσκολες ώρες δεκάδες σπονδυλωτές γέφυρες Bailey για να διαβεί όχι μόνο το ένοπλο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά ακόμα και άρματα βάρους… εξήντα τόνων, επιταχύνοντας την συντριβή και την κατάρρευση της Βέρμαχτ.
Η μεταπολεμική πορεία της σπονδυλωτής γέφυρας, απέδειξε πως είναι ακόμη και σήμερα αξεπέραστη. Όχι, μόνο, σε πολεμικές συγκρούσεις αλλά και σε φυσικές καταστροφές, με πρόσφατο παράδειγμα τις πλημμύρες στην Θεσσαλία, όπου μια τέτοια γέφυρα επανασύνδεσε και πάλι το οδικό δίκτυο Βόλου και Νοτίου Πηλίου που κατέρρευσε με την καταιγίδα.
Η συγκεκριμένη γέφυρα Bailey για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω, τοποθετήθηκε μόλις μέσα σε τριάντα ώρες από κλιμάκιο της Μονάδας Μελετών και Κατασκευών του Γενικού επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), στο σημείο όπου κατέρρευσε η προηγούμενη γέφυρα, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις δηλώνουν έτοιμες να εγκαταστήσουν και άλλες, αν αυτό καταστεί αναγκαίο.
Οι γέφυρες Bailey αποτίουν φόρο τιμής στον εμπνευστή τους, Donald Bailey, έναν Βρετανό μηχανικό, ο οποίος κάνοντας το χόμπι του πραγματικότητα και ξεκινώντας να φτιάχνει μοντέλα γεφυρών, κατάφερε να δημιουργήσει μια γέφυρα, με μοναδικά χαρακτηριστικά, που στηνόταν γρήγορα, και είχε υψηλή αντοχή για να τη διαβαίνουν τανκς. Ως επιστέγασμα όλων αυτών οι γέφυρες τέτοιου τύπου γνώρισαν μεγάλη δημοφιλία και υιοθετήθηκαν γρήγορα από τον βρετανικό και τον αμερικανικό στρατό.
Η κατασκευή τους είναι ιδιαιτέρως απλή, και θα μπορούσαμε να πούμε πως εν μέρει μοιάζει με ένα παζλ τύπου LEGO, καθώς τα κομμάτια είναι προκατασκευασμένα και απλά τοποθετούνται στο μέρος οπού στήνεται η γέφυρα. Αρχικά κατασκευάζεται στη μία πλευρά ενός ποταμού ένας πρόβολος, εκείνο δηλαδή το τμήμα που προηγείται της γέφυρας. Μόλις αυτό γίνει, με τέτοιο τρόπο ώστε η κατασκευή να μην βυθίζεται στο άνοιγμα, αυτή ωθείται προς την απέναντι πλευρά και όταν πια φτάσει εκεί, αποσυναρμολογείται ο πρόβολος και η γέφυρα είναι έτοιμη.
Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή θα παρατηρήσουμε πως οι γέφυρες Bailey άρχισαν να στήνονται προς το τέλος της δεκαετίας του ’40 στις περιοχές της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, όπου λόγω μορφολογίας του εδάφους και της ύπαρξης μεγάλων ποταμών, οι ανάγκες ήταν μεγαλύτερες. Καθοριστική μάλιστα ήταν η παρουσία τους στις επιχειρήσεις του στρατού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γέφυρα (τόσο η οδική, όσο και η σιδηροδρομική) στον Ισθμό της Κορίνθου, η οποία αφού ανατινάχθηκε από τους Γερμανούς το 1944, ανακατασκευάστηκε εκ νέου το 1947 από τη Σχολή Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού κατά τα πρότυπα των Bailey.
Ακόμη και στις μέρες μας οι γέφυρες Bailey συνιστούν μια γρήγορη, λειτουργική, και προπαντός αξιόπιστη λύση σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών. Εκτός από την περίπτωση της νέας γέφυρας στα Καλά Νερά, δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι γέφυρες Bailey χρησιμοποιήθηκαν μετά από σφοδρές πλημμύρες σε μέρη όπου ήταν αναγκαία η αποκατάσταση της κυκλοφορίας του οδικού δικτύου και δεν υπήρχε άλλη λύση.
Σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια συναντούμε κατά προσέγγιση εκατό τέτοιες γέφυρες, οι οποίες πλέον κατασκευάζονται από αλουμίνιο, αντί για χάλυβα όπως συνέβαινε παλαιότερα, καθώς το νέο υλικό είναι σημαντικά ελαφρύτερο, και ως εκ τούτου διευκολύνεται σημαντικά η τοποθέτησή τους.