Το καλοκαιράκι όταν πάμε σε ένα νησί και νοικιάζουμε ένα αυτοκίνητο να πηγαινοερχόμαστε, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνουμε όταν μπούμε; Ρυθμίζουμε το κάθισμα.
του Μάρκου Πυλαρινού,
Ερώτηση: Γιατί δεν κάνουμε το ίδιο και με τις μοτοσυκλέτες μας;
Ο άνθρωπος έχει μια εκπληκτική ικανότητα να προσαρμόζεται και να συνηθίζει σχεδόν τα πάντα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ό,τι συνηθίζεται συνεπώς είναι και το σωστό. Υπάρχει λόγος που βγήκε η φράση “κακές συνήθειες”. Στη μοτοσυκλέτα, μια από τις κακές συνήθειες που πολλοί μοιραζόμαστε είναι να αγοράζουμε μια μοτοσυκλέτα και να μην φέρουμε ποτέ χειριστήρια, ποδοστήρια και θέση οδήγησης στα μέτρα μας. Εκ πείρας, ξέρω αρκετά άτομα που έχουν τη μοτοσυκλέτα τους χρόνια χωρίς να έχουν ακουμπήσει ούτε μία από τις διαθέσιμες ρυθμίσεις. Θα μπορούσε κάποιος να πει “γιατί να ρυθμίσω κάτι; Αφού μια χαρά είναι”. Εκεί συνήθως απαντώ με μια ερώτηση – έχεις δοκιμάσει κάτι άλλο;
Ένα μοντέλο μοτοσυκλέτας μπορεί να το έχουν αγοράσει δέκα χιλιάδες άτομα. Η μοτοσυκλέτα μπορεί να είναι ίδια, αλλά κάθε άτομο που την έχει είναι διαφορετικό. Ένα καλό ρούχο το αγοράζουμε στο μέγεθος μας γιατί εφαρμόζει και μας ταιριάζει καλύτερα. Ένα καλό ρούχο είναι πιο άνετο, δεν μας εμποδίζει, και όταν έχει σωστή εφαρμογή, δεν το σκεφτόμαστε καν, απλά το φοράμε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τη μοτοσυκλέτα.
Το να καβαλάει κανείς μια μοτοσυκλέτα είναι κάτι ιδιαίτερα σωματικό. Στηρίζουμε συνέχεια το βάρος μας, συγκρατούμε το σώμα μας σε επιταχύνσεις, χρησιμοποιούμε όλα τα άκρα μας συνεχώς και αποτελούμε ένα μεγάλο κομμάτι ενός οχήματος που μας “μιλάει” συνέχεια. Επομένως, οτιδήποτε μας αποσπά την προσοχή, έχει άμεσο αντίκτυπο στο πως καβαλάμε, το πως απολαμβάνουμε, και το πόσο “κουμπώνουμε” με τη μοτοσυκλέτα.
Και πως ξεκινάμε να φέρουμε τη μοτοσυκλέτα στα μέτρα μας;
Εδώ να σημειωθεί πως υπάρχει ποικιλία τύπων (superbike, adventure, naked κ.α.) και μοντέλων στην αγορά με διαφορετική βασική στάση σώματος. Η προσέγγιση που θα υιοθετήσουμε θα περιγράψει κάποιες βασικές αρχές για να μάθουμε να βρίσκουμε τις βέλτιστες ρυθμίσεις για κάθε περίπτωση. Προς χάριν ευκολίας, θα ξεκινήσουμε από πάνω προς τα κάτω.
Χέρια: Ελαφρύ άγγιγμα, λεπτός χειρισμός
Η σωστή ρύθμιση των χειριστηρίων και του τιμονιού συνεισφέρει δραματικά στην αίσθηση ελέγχου που έχουμε πάνω στη μοτοσυκλέτα. Όταν το τιμόνι, οι μανέτες και τα συναφή χειριστήρια είναι σε φυσική – για το δικό μας σώμα – θέση, εναρμονιζόμαστε με τη μοτοσυκλέτα πολύ πιο εύκολα. Η αλλαγή διεύθυνσης και ο χειρισμός της μοτοσυκλέτας γίνεται δεύτερη φύση.
Εδώ ξεκινάμε καβαλώντας τη μοτοσυκλέτα μας. Βάζουμε τα χέρια στις λαβές του τιμονιού και χαλαρώνουμε το σώμα μας ώστε να βρούμε που θέλει να μας φέρει η μοτοσυκλέτα. Έπειτα βάζουμε τα δάχτυλα πάνω στις μανέτες φρένου και συμπλέκτη σαν να πάμε να τις χρησιμοποιήσουμε.
Μανέτες
Σε πρώτη φάση σημειώνουμε τη γωνία που κάνει ο πήχης, ο καρπός και τα δάχτυλα πάνω στις μανέτες. Η κλασική μεθοδολογία λέει πως πρέπει ο πήχης, ο καρπός και τα δάχτυλα να διαγράφουν μια ευθεία. Λόγω της διαφορετικής σωματοδομής και προτίμησης του καθενός, θεωρώ πιο σωστό αυτός ο κανόνας να αποτελεί απλά σημείο έναρξης. Παρά ταύτα, πρέπει να αποφεύγεται τα δάχτυλα να είναι ψηλότερα από τον καρπό, μιας και δημιουργούνται δύο πολύ σημαντικά προβλήματα:
- Αυτή η οξεία γωνία μπορεί να παράγει συνεχή τάση σε μυς και τένοντες στα χέρια και τους καρπούς, προκαλώντας πρόωρη κόπωση και μακροπρόθεσμο πόνο
- Αυτή η γωνία αυξάνει τον χρόνο απόκρισης στα φρένα και πιθανότατα να “μαγκώσει” και το γκάζι ανοιχτό σε κάποιο φρενάρισμα έκτακτης ανάγκης, μιας και πρέπει να φέρουμε τον καρπό πίσω και να σηκώσουμε τα δάχτυλα για να πιάσουμε το φρένο.
Ρύθμιση Μανετών
- Χαλαρώνουμε τις βίδες που συγκρατούν τις μανέτες αρκετά ώστε να μπορούμε να τις κουνήσουμε αλλά να μην πέφτουν μόνες τους
- Φέρνουμε τις μανέτες πάνω ή κάτω και ξαναβάζουμε τα χέρια πάνω(προσομοιώνουμε και τη μετάβαση από τέρμα ανοιχτό γκάζι, σε κλειστό γκάζι και φρένο μερικές φορές και χρησιμοποιούμε το συμπλέκτη)
- Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία μέχρι να βρούμε τη θέση που αισθανόμαστε πιο φυσική και σφίγγουμε ξανά τις βίδες
Έχοντας ρυθμίσει τις μανέτες, αξίξει επίσης να ρυθμίσουμε και την απόσταση τους από τη λαβή (αν είναι ρυθμιζόμενες). Ένας καλός κανόνας είναι να φέρουμε τη μανέτα σε απόσταση που μπορεί η άκρη του μεσαίου δακτύλου να αγκαλιάσει τη μανέτα. Έτσι έχουμε το βέλτιστο έλεγχο και τη μέγιστη ισχύ που μπορούμε να ασκήσουμε στις μανέτες.
Καλύτερο έλεγχος αλλά και ακρίβεια στη δύναμη έχουμε από τις 30 μοίρες μέχρι τις 90 μοίρες κάμψης 1ης και 2ης φάλαγγας των δακτύλων. Εκεί πρέπει να είναι το φάσμα του φρεναρίσματος. Το πρώτο δάγκωμα στις 30 μοίρες, το τέρμα φρένο στις 90 μοίρες.
Ένα καλό κόλπο για να νιώσουμε αν έχουμε ρυθμίσει τα πάντα σωστά, είναι να βάζουμε τα χέρια στις λαβές, να κλείνουμε τα μάτια και να δοκιμάζουμε πόσο φυσικά βρίσκουμε και χρησιμοποιούμε τις μανέτες. Χωρίς άλλα ερεθίσματα, η μόνη μας έγνοια είναι η θέση της μανέτας.
Σαν μπόνους ρύθμιση, μπορούμε να φέρουμε (ανάλογα τη μοτοσυκλέτα) τις μανέτες πιο μέσα ή έξω (δεξιά ή αριστερά) στο τιμόνι για να βρούμε σε πιο σημείο προτιμάμε να αναπαύονται τα δάχτυλα μας στη μανέτα.
Τιμόνι
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν θέλουμε να κάνουμε το έξτρα βήμα για να τα “δέσουμε” όλα, μπορούμε επίσης να φέρουμε το τιμόνι προς τα πίσω ή προς τα μπρος. Ο σκοπός αυτής της ρύθμισης είναι να μπορούμε να έχουμε τους αγκώνες μας λυγισμένους και τα χέρια μας χαλαρά, χωρίς να είμαστε υπερβολικά σκυφτοί ή όρθιοι, και χωρίς να πρέπει να φέρουμε τις ωμοπλάτες μας πολύ μπροστά ή πίσω.
Ρύθμιση Τιμονιού
Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι εξίσου εύκολη μιας και χαλαρώνουμε μονάχα τις βίδες στα καβαλέτα του τιμονιού και περιστρέφουμε το τιμόνι προς τα μπρος ή πίσω.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως αφού ρυθμίσουμε το τιμόνι στη σωστή θέση για μας, θα πρέπει ενδεχομένως να ρυθμιστούν ξανά μανέτες και χειριστήρια όπως περιγράψαμε.
Πόδια: Βάση στήριξης, αίσθηση σιγουριάς
Εδώ θα χτίσουμε τα θεμέλια του πως καβαλάμε τη μοτοσυκλέτα μας. Σε αντίθεση με την άποψη που σχηματίζουμε οι περισσότεροι στην αρχή, το τιμόνι μπορεί να έχει λαβές, άλλα πάνω στη μοτοσυκλέτα στηριζόμαστε με τα πόδια. Υπάρχει λόγος που τα περισσότερα ντεπόζιτα μοτοσυκλετών έχουν αρκετά σύνθετη ανάγλυφη επιφάνεια και δεν είναι απλά γεωμετρικά σχήματα (εξαιρώντας “παπιά” και σκούτερ που δεν έχουν ντεπόζιτα ανάμεσα στα πόδια). Όταν καθόμαστε σωστά πάνω στη μοτοσυκλέτα, οι μηροί και τα γόνατά μας θηλυκώνουν στο σμιλεμένο προφίλ του ντεπόζιτου της μοτοσυκλέτας το οποίο μας βοηθάει να συγκρατούμε το σώμα μας, και αποφορτίζει τα χέρια, ειδικά πάνω στα φρένα.
Συνεχίζοντας με την προσέγγιση “από πάνω προς τα κάτω”, και έχοντας υιοθετήσει σωστή στάση σώματος, θέλουμε να σιγουρευτούμε ότι οι μηροί και τα γόνατα μας, σε συνδυασμό με τη θέση των μαρσπιέ, έρχονται και “κουμπώνουν” όσο γίνεται πιο ιδανικά στο προφίλ του ντεπόζιτου και της μοτοσυκλέτας.
Τι εννοούμε όμως σωστή στάση σώματος;
Με απλά λόγια, η στάση περιγράφεται ως εξής:
- Πατάμε πάνω στα μαρσπιέ με τα “μήλα” των πελμάτων
- Φέρνουμε τις μύτες των ποδιών παράλληλα με τη μοτοσυκλέτα (μιας και τα γόνατα ακολουθούν τις μύτες των ποδιών άρα θα έχουν και την τάση να “κλειδώνουν” στο ντεπόζιτο) με τους αστραγάλους να εφάπτουν στη μοτοσυκλέτα
- Με τα χέρια στο τιμόνι χαλαρώνουμε των κορμό και κοιτάμε να έχουμε μια ελαφριά γωνία στους αγκώνες για να διατηρούμε τα χέρια χαλαρά
Μπορεί να συνηθίζει αρκετός κόσμος να στέκεται στα μαρσπιέ με τις καμάρες των ποδιών, αλλά η συγκεκριμένη θέση κρύβει μερικά προβλήματα και κινδύνους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι πως σε μεγάλη κλίση, οι μύτες των ποδιών θα βρουν στην άσφαλτο πριν τα μαρσπιέ (που είναι σχεδιασμένα να ακουμπάνε πρώτα και να γλιστράνε). Στην καλύτερη περίπτωση θα τρομάξουμε λίγο, στην χειρότερη μπορεί το οδόστρωμα να μας πάρει το πόδι, με σοβαρές συνέπειες.
Στηριζόμενοι στα “μήλα” των ποδιών, είμαστε πιο ασφαλείς, έχουμε καλύτερο έλεγχο του βάρους μας και τα πόδια μας έρχονται σε πιο ιδανική θέση σε σχέση με το προφίλ του ντεπόζιτου και της μοτοσυκλέτας. Επιπλέον, όπως και οι πυγμάχοι πατάνε σχεδόν πάντα στα “μήλα” των ποδιών για να μπορούν να κινηθούν και να μεταφέρουν το βάρος τους γρήγορα ανά πάσα στιγμή, έτσι και πάνω στη μοτοσυκλέτα γίνεται πιο εύκολο να σηκωθούμε από τη σέλα (σε κάποια λακούβα) ή να μετατοπίσουμε το σώμα μας.
Μηροί και γόνατα
Τώρα μένει να δούμε πόσο σωστά “κουμπώνουν” τα πόδια μας στη μηχανή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω της μοτοσυκλέτας που έχουμε πάρει σε συνδυασμό με το ύψος και τη σωματοδομή μας, μπορεί να είμαστε λίγο εκτός του ιδανικού. Αυτό συνήθως το καταλαβαίνουμε λόγω κάποιου άβολου εξογκώματος ή τμήματος του πλαισίου που βρίσκουμε με τα πόδια, ή κάποιο κομμάτι του ντεπόζιτου που δεν μας “κάθεται” καλά. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για πολλούς λόγους όπως το ύψος (μικρό ή μεγάλο), το μήκος των άκρων μας και καμιά φορά ενδέχεται να είναι και σχεδιαστική αστοχία. Συχνά μπορεί να είναι απλά το γεγονός πως πήραμε τη μοτοσυκλέτα που μιλάει στην καρδιά μας και όχι στα μέτρα μας! Εδώ είναι που συνήθως πιάνουν τόπο τα ρυθμιζόμενα μαρσπιέ.
Τα ρυθμιζόμενα μαρσπιέ μας επιτρέπουν να φέρουμε τα πέλματά μας μπρος, πίσω, πάνω ή κάτω ανάλογα την προτίμηση μας. Υπάρχει τεράστια ποικιλία στην αγορά για σχεδόν οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα. Αν κάνετε το βήμα να αγοράσετε ένα σετ, συνιστώ να επιλέξετε ένα με αρκετά μεγάλο εύρος θέσεων, και η εμφάνιση να μην είναι το μόνο κριτήριο (αν και σαφώς θέλουμε και κάτι που να μας αρέσει!). Ένα σωστό σετ συχνά μπορεί να κάνει τη διαφορά και να μεταμορφώσει μια αρκετά άβολη μοτοσυκλέτα σε κάτι πραγματικά δικό μας, “δένοντας” εργονομικά τη μοτοσυκλέτα μας.
Υπάρχουν επίσης και μοτοσυκλέτες που έρχονται από το εργοστάσιο με ένα εύρος ρύθμισης. Αυτό συνήθως μπορούμε να το δούμε εύκολα πάνω στη μοτοσυκλέτα (κοιτώντας για εναλλακτικές θέσεις στη βάση των μαρσπιέ) και για τη ρύθμισή τους μπορούμε να συμβουλευτούμε το εγχειρίδιο της μοτοσυκλέτας.
Η ρύθμιση ιδανικά ξεκινά από την πιο άνετη και λειτουργική, δηλαδή τα μαρσπιέ εμπρός και χαμηλά. Από εκεί, ανάλογα με τις παρατηρήσεις μας πάμε πρώτα προς τα επάνω και μετά προς τα πίσω θέσεις, μέχρι να μας ικανοποιεί για τη χρήση που θέλουμε – συνήθως sport…
Πέλματα και ποδοστήρια
Έχοντας περάσει από όλα τα παραπάνω στάδια, ο τελευταίος κρίκος της σύνδεσης μας με τη μοτοσυκλέτα είναι τα ποδοστήρια. Συγκεκριμένα το λεβιέ των ταχυτήτων και του πίσω φρένου. Εδώ βρίσκουμε άλλον έναν τομέα που τείνει να αμελείται, και ας γίνεται συνεχής χρήση του πίσω φρένου και του λεβιέ των ταχυτήτων.
Για το λεβιέ ταχυτήτων, αυτό που θέλουμε είναι να μπορούμε να κατεβάσουμε ταχύτητα χωρίς να σηκώνουμε το πέλμα προς τα πάνω για να βρούμε το λεβιέ. Αντίστοιχα, για να ανεβάσουμε ταχύτητα, θέλουμε να μπορούμε να βάλουμε τη μύτη του πέλματος κάτω από το λεβιέ και να ανεβάσουμε χωρίς να είμαστε στο τέλος του εύρους κίνησης του αστραγάλου.
Για το πίσω φρένο είναι πιο απλά τα πράγματα. Θέλουμε να μπορούμε απλά γλυστρώντας το πόδι μας μπροστά στο μαρσπιέ, να μπορούμε να “καλύψουμε” το λεβιέ χωρίς να σηκώνουμε το πόδι προς τα πάνω και να πατάμε φρένο κατά λάθος.
Εδώ λόγω των διαφορών ανά μοτοσυκλέτα, ο καλύτερος σύμβουλος είναι το εγχειρίδιο της μοτοσυκλέτας σας. Όλοι οι κατασκευαστές συνήθως συμπεριλαμβάνουν σαφείς οδηγίες και εικόνες και σπάνια χρειάζεστε οτιδήποτε παραπάνω από ένα απλό κλειδί δέκα χιλιοστών και κάποιο κλειδί άλλεν.
Στην πράξη ισχύει και πάλι ο κανόνας που συναντάμε σε όλες τις αρθρώσεις του ανθρωπίνου σώματος. Η βέλτιστη γωνία είναι από τις 30 ως τις 90 μοίρες. Άρα αυτό είναι το εύρος μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινείται το πόδι για τις αλλαγές και το τέρμα φρένο να έχει επιτευχθεί στις 30 μοίρες κλίσης του πέλματος.
Η δοκιμή στο δρόμο
Ωραία όλα αυτά που έχουμε περιγράψει, αλλά πως πραγματικά καταλαβαίνουμε ότι τα έχουμε ρυθμίσει όλα σωστά όταν βγούμε για την πρώτη βόλτα με το καινούριο μας “κοστούμι”;
Καταρχάς, ειδικά αν καβαλάμε καιρό με τις παλιές ρυθμίσεις, πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας λίγο χρόνο να βολευτεί και να είμαστε ανοιχτοί σε ερεθίσματα όπως ενοχλήσεις, πόνοι και δυσκολίες στη χρήση. Το μυστικό σε κάθε περίπτωση είναι να μην φοβόμαστε να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο μέχρι να βρούμε τι μας κάνει. Αλλά όταν είμαστε στην αγαπημένη μας διαδρομή, και περνάμε καλά, μία είναι η πραγματική ένδειξη πως όλα είναι στα μέτρα μας – δεν τα σκεφτόμαστε.
Καλές βόλτες!