Έρευνα γερμανικού ινστιτούτου αποκαλύπτει ότι η λογική «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι» ενδέχεται να επηρεάσει και τους ευρωπαίους πολίτες
Τις τελευταίες εβδομάδες, η σχετική με την αγορά του αυτοκινήτου ειδησεογραφία, κατακλύζεται από νέα που σχετίζονται με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας και Ευρώπης – Κίνας. Εν τάχει, αν δεν έχετε ήδη ενημερωθεί για τις εξελίξεις, η κυβέρνηση Biden αποφάσισε να αυξήσει τους δασμούς στα εισαγόμενα κινέζικα ηλεκτρικά , από 25%, σε 100%, ενώ και η ΕΕ, έχει ανακοινώσει μια ανάλογη δέσμη μέτρων, η οποία αναμένεται να τεθεί σε ισχύ μέσα στον Ιούνιο (2024).
Αμφότερα τα μέτρα, αποσκοπούν στην ανάσχεση της διαφαινόμενης εμπορικής επέλασης των κατασκευαστών από την Κίνα στις εν λόγο αγορές, δεδομένου του ότι έχουν καταφέρει να διαθέτουν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα τους, σε τιμές χαμηλότερες από τις ανάλογες «δυτικές» προτάσεις.
Οι αποφάσεις αυτές, αν και προσχηματικά αποδίδονται σε αθέμιτες εμπορικές τακτικές από πλευράς Κίνας, ουσιαστικά προφυλάσσουν την αυτοκινητοβιομηχανία σε ΗΠΑ και Ευρώπη από τον σινικό ανταγωνισμό, χτυπώντας το σημαντικότερο πλεονέκτημα τους, δηλαδή τις χαμηλές τιμές.
Παράλληλα, προσφέρουν πίστωση χρόνου στους «δυτικούς» κατασκευαστές, ώστε να πραγματοποιηθούν οι –επιβαλλόμενες από τις καταστάσεις- αναδιαρθρώσεις και προσαρμογές της λειτουργίας και των γραμμών παραγωγής τους, σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα «στο τραπέζι», το Ινστιτούτο του Κίελου, εκπόνησε έρευνα με αντικείμενο μελέτης τις επιπτώσεις που θα έχει η πολιτική της επιβολής δασμών από την ΕΕ στην Κίνα. Σε πρώτη φάση, οι εισαγωγές των ηλεκτρικών από την Κίνα θα μειωθούν κατά 25%, συγκριτικά με τις προβλέψεις που ίσχυαν πριν την επιβολή δασμών. Η «ζημιά» για την Κίνα, με βάση την εκτίμηση ότι θα διατεθούν 125.000 οχήματα λιγότερα στην ΕΕ, αποτιμάται ότι θα φτάσει τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με την έρευνα, αυτές οι πωλήσεις δεν θα «χαθούν» αλλά θα τις καρπωθούν ευρωπαίοι κατασκευαστές, παρά το ότι τα ηλεκτρικά οχήματα τους, έχουν υψηλότερες τιμές. Αυτό εκ πρώτης, ακούγεται ως επιθυμητή επίτευξη στόχου, ωστόσο αφορά μια βραχυπρόθεσμη εκτίμηση.
Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου και αν οι εμπορικές σχέσεις ΕΕ και Κίνας παραμείνουν τεταμένες, όλα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο οι ευρωπαίοι κατασκευαστές, θα καταφέρουν να μειώσουν το κόστος παραγωγής και κατά συνέπεια, τις τιμές τους στην αγορά. Προφανώς, χωρίς πίεση και με την ΕΕ «οχύρωμα» απέναντι στην Κίνα, δεν υπάρχει λόγος να βιαστούν.
Με βάση αυτό το σενάριο, οι τιμές των ηλεκτρικών στην Ευρώπη θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και αυτό θα αποτελέσει τροχοπέδη για την μετάβαση στα ηλεκτρικά, με τους περιβαλλοντικούς στόχους της ΕΕ για την ουδετερότητα άνθρακα, να είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν και να καθυστερείται η πραγμάτωση τους.
Τα αντίκτυπο για τους πολίτες της ΕΕ, θα είναι μεγαλύτερο και πιο απτό, εδικά για τον οικονομικά ασθενέστερο νότο, αν οι Βρυξέλες λάβουν μέτρα για ανανέωση του στόλου οχημάτων. Με χρονικό ορόσημο το 2035, όπου και έχει αποφασιστεί η διακοπή πώλησης καινούργιων οχημάτων που βασίζουν την κίνηση τους αμιγώς σε θερμικούς κινητήρες, αναμένονται άμεσες ή έμμεσες πιέσεις, είτε με την επιβολή πρόσθετων φόρων σε όσους εξακολουθούν να χρησιμοποιούν αυτοκίνητα «παλαιάς τεχνολογίας» είτε με επιδοτήσεις για την αντικατάσταση τους.
Το «επιδοτήσεις» δεν ακούγεται φυσικά ως επιβάρυνση, τουλάχιστον όχι εκ πρώτης, αλλά τα χρήματα που αντλούνται για να καταστεί δυνατή η όποια επιδότηση θα πρέπει να επιστραφούν με κάποιο τρόπο στα ταμεία. Σε κάθε περίπτωση, αν και εφ όσων ισχύσουν όλα αυτά, είναι εύκολα αντιληπτό το ότι οι υψηλότερες τιμές στα ηλεκτρικά, δεν συμφέρουν κανέναν.
Είναι βεβαίως θεμιτό το ότι η Ευρώπη προσπαθεί να προφυλάξει τις αυτοκινητοβιομηχανίες της, ώστε το χρήμα να ανακυκλώνεται στην δική της αγορά και παράλληλα να διατηρηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας αλώβητες. Από την άλλη, οι ίδιες αυτές αυτοκινητοβιομηχανίες που προφυλάσσει, δημιουργήθηκαν, ατσαλώθηκαν και γιγαντώθηκαν μέσα σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς και έντονου ανταγωνισμού.
Στην διάρκεια της ιστορίας τους, προσαρμόστηκαν άμεσα και με γρήγορα αντανακλαστικά σε διάφορες συνθήκες και αυτό ακριβώς τις έκανε μεγάλες. Αν αφαιρέσει κανείς το στοιχείο του ανταγωνισμού και των προκλήσεων τις «μικραίνει» και πάει κόντρα σε μια φιλοσοφία που χρειάστηκε δεκαετίες για να διαμορφωθεί.
Σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη αγορά, οι ευρωπαίοι κατασκευαστές καλούνται για άλλη μια φορά να αποδείξουν ότι έχουν την δυναμική και τα φόντα να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις και αυτό είναι ένα στοιχείο που θα πρέπει να το γυμνάσουν και να το επανεντάξουν στον πυρήνα της εταιρικής φιλοσοφίας τους.
Όλες οι ειδήσεις
Jeep Wagoneer S: Το αμιγώς ηλεκτρικό D-SUV των 600 ίππων
Δοκιμή Mercedes-AMG A35: Είναι μία «πραγματική» AMG;
Τα 8 πράγματα που αγαπάμε να παραμελούμε στο αυτοκίνητο το καλοκαίρι