Του Πάνου Ντάνου
Απατεώνας ή θύμα; Αιθεροβάτης ή πραγματιστής; Ένα πρωτοποριακό αυτοκίνητο που επρόκειτο να παραχθεί μαζικά, ή το δόλωμα σε μια καλοστημένη κομπίνα; Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο Preston Tucker και το Torpedo του -πάνω από εβδομήντα χρόνια μετά την παρουσίασή του-, στοιχειώνουν ακόμα την αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία.
Μερικά μοντέλα έχουν γράψει ιστορία επιτυγχάνοντας πωλήσεις εκατομμυρίων μονάδων, όπως ο «Σκαραβαίος» και το Golf της VW, ή η Toyota Corolla. To Tucker Sedan όμως -γνωστό και σαν Tucker 48 ή Tucker Torpedo- έγινε μύθος έχοντας παραχθεί σε μόλις 51 κομμάτια.
Η ιστορία του αυτοκινήτου (που το 1988 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Francis Ford Coppola με πρωταγωνιστή τον Jeff Bridges και την ταινία «Tucker: The Man and His Dream»), δεν μπορεί να ειδωθεί αναπόσπαστα από αυτήν του δημιουργού του, Preston Tucker, ενός ονειροπόλου που «τα έβαλε» με τους μεγάλους της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας, ή, κατά άλλους, ενός απατεώνα που θέλησε να καρπωθεί την ανάγκη των καταναλωτών για ένα πραγματικά καινοτόμο αυτοκίνητο.
Με τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, οι συγκυρίες για την ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας -και όχι μόνο- δεν θα μπορούσαν να είναι ευνοϊκότερες. Αυτή ακριβώς την ευκαιρία διέγνωσε ο Preston Tucker και αποφάσισε να ιδρύσει την δική του εταιρία και να προσφέρει ένα καινοτόμο αυτοκίνητο στο ευρύ κοινό. Η σύγκριση με το «T» της Ford των προηγούμενων δεκαετιών είναι ατυχής, τουλάχιστον όσον αφορά στο νεωτερισμό: Το συγκεκριμένο μοντέλο, ναι μεν ήταν το πρώτο που παράχθηκε από μια μαζική γραμμή παραγωγής, προπομπό των σημερινών, και το χαμηλό του κόστος μετακυλίστηκε στην τιμή πώλησης, ωστόσο δεν προσέφερε κάτι πρωτοποριακό σε σχέση με το τότε αυτοκινητικό γίγνεσθαι.
Το Tucker Sedan όμως, ήταν το «Αυτοκίνητο του Αύριο». Η μόνη εταιρία που είχε παρουσιάσει ένα πραγματικά καινούργιο μοντέλο μεταπολεμικά και μέχρι τη στιγμή εκείνη, ήταν η Studebaker, αλλά το Tucker 48 ήταν επαναστατικό ακόμη και για τα μεταγενέστερα δεδομένα.
Η τροφοδοσία του καυσίμου γίνονταν με σύστημα ψεκασμού (το πρώτο αυτοκίνητο ευρείας παραγωγής με ψεκασμό -η Mercedes Benz 300 SL- παρουσιάστηκε σχεδόν 10 χρόνια μετά, το 1955), το μοτέρ ήταν τοποθετημένο στο πίσω μέρος προκειμένου να αυξάνεται η πρόσφυση των κινητήριων τροχών, υπήρχαν τέσσερα δισκόφρενα και ένα πολύ πρωτοποριακό ταμπλό, με όλα τα χειριστήρια εργονομικά τοποθετημένα γύρω από το τιμόνι, ενώ νεωτεριστικά στοιχεία είχε και η ανάρτηση.
Όμως, το κύριο χαρακτηριστικό του αυτοκινήτου ήταν η προωθημένη σχεδίασή του, ο προβολέας (το «μάτι του κύκλωπα») που ήταν τοποθετημένος στο μέσο της μάσκας και στέφονταν μαζί με τους τροχούς, όταν ο οδηγός περιέστρεφε το τιμόνι πάνω από 10 μοίρες, αλλά και η θέση οδήγησης στο κέντρο. Παρά το χαμηλό ύψος του αμαξώματος και τον πολύ καλό αεροδυναμικό συντελεστή, το εσωτερικό ήταν ευρύχωρο και μοντέρνο. Αν και η αδρή ιδέα πιστώνεται στον ίδιο τον Tucker, υπεύθυνος για το «ρεαλιστικό» design ήταν ο ελληνικής καταγωγής σχεδιαστής, Alexander Tremulis.
Αρχικά, ο κινητήρας που επελέγη είχε ημισφαιρικούς θαλάμους καύσης και τεράστια χωρητικότητα, αφού έφτανε τα 9,6 λίτρα, ενώ απέδιδε μόλις 150 ίππους, τιμή που ο Tucker είχε υποσχεθεί πριν την παρουσίαση του μοντέλου. Από τα τέλη του 1946 έως τα μέσα του 1947, οι μηχανικοί δούλευαν το πρωτότυπο, το οποίο παρουσίασε διάφορα προβλήματα, μεταξύ αυτών στις κίνηση των υδραυλικών βαλβίδων, στο γεγονός ότι ο κινητήρας ήταν πολύ θορυβώδης και αδύναμος για το βάρος του αυτοκινήτου, ενώ η απαραίτητη ηλεκτρική ισχύς για να τεθεί σε λειτουργία ήταν πολύ μεγάλη –λόγω των ανάλογων αδρανειακά εμβόλων- και χρειάζονταν περισσότερες από μία μπαταρίες. Προβληματικό αποδείχτηκε και το σύστημα της μετάδοσης, που ήταν σχεδιασμένο για προσθιοκίνητα αυτοκίνητα, με τον κινητήρα τοποθετημένο εμπρός.
Πάντως, το λανσάρισμα του Tucker 48 ήταν θριαμβευτικό. Πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1947 μπροστά σε 3.000 καλεσμένους, πολλοί από τους ήταν δημοσιογράφοι, στο εργοστάσιο του Tucker (έναν αχανή χώρο, πρώην εργοστάσιο κινητήρων αεροσκαφών της Dodge κατά τη διάρκεια του πολέμου). Η παρουσίαση όμως, λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε φιάσκο, αφού λίγο πριν την εμφάνιση του αυτοκινήτου στη σκηνή, η πίσω ανάρτηση κατέρρευσε από το βάρος (κυρίως των μπαταριών) και οι μηχανικοί την επισκεύασαν πρόχειρα πίσω από την αυλαία, ενώ ο Tucker βρίσκονταν στο βήμα για περισσότερες από δύο ώρες. Επιπλέον, οι μπαταρίες δεν αρκούσαν για να θέσουν σε λειτουργία το μοτέρ και χρειάστηκε εξωτερική πηγή ρεύματος. Έτσι, ο κινητήρας λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίασης του μοντέλου και ο Tucker έδωσε εντολή στην μπάντα να σε υψηλή ένταση ώστε να καλύπτεται ο θόρυβος.
Τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν μετά από το επιτυχημένο επικοινωνιακό λανσάρισμα, αφού, τόσο ο κινητήρας, όσο και η μετάδοση αντικαταστάθηκαν. Το μηχανικό σύνολο που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένας επίπεδος, 6κύλιδρος αερόψυκτος κινητήρας ελικοπτέρου, που μετασκευάστηκε σε υγρόψυκτο, με χωρητικότητα 5,5 λίτρα, απόδοση 166 ίππων και ροπή που έφτανε τα 504 Nm. H μετάδοση σχεδιάστηκε από την αρχή, αφού στο σύστημα της Cord που αρχικά χρησιμοποιήθηκε, η ροπή ήταν τόση που -μεταξύ άλλων- «κούρευε» το γρανάζι της πρώτης ταχύτητας.
Μετά την παρουσίαση του μοντέλου ο Tucker «έβγαλε» στο δρόμο μερικά αυτοκίνητα της προπαραγωγής, σε μια προσπάθεια να διαφημίσει το μοντέλο με ένα «καραβάνι» που διέτρεχε τις πόλεις. Η υποδοχή από το κοινό ήταν εξαιρετικά θετική και τα σχόλια του Τύπου διθυραμβικά, παρά το γεγονός ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά που είχαν ανακοινωθεί, δεν «πέρασαν» στο τελικό μοντέλο (όπως για παράδειγμα ο στρεπτός κεντρικός προβολέας). .
Προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκή οικονομική ρευστότητα για να προχωρήσει στην μαζική παραγωγή, ο Tucker εξέδωσε μετοχές της εταιρίας του, αλλά όχι μόνο. Μέσω του προγράμματος «Tucker Accessories», οι πελάτες μπορούσαν να αγοράσουν αξεσουάρ για ένα αυτοκίνητο η παραγωγή του οποίου δεν είχε επί της ουσίας ξεκινήσει, ενώ, την ίδια περίοδο, προπωλούσε στους ενδιαφερόμενους άδειες για την επίσημη πώληση των αυτοκινήτων.
Το «Tucker Accessories Program» προκάλεσε την έρευνα της εισαγγελίας και ενώ η πιλοτική γραμμή παραγωγής είχε στηθεί, η έρευνα είχε σαν αποτέλεσμα την αρνητική δημοσιότητα και την πτώση της τιμής της μετοχής. Στα τέλη της άνοιξης του 1948, ο Tucker υποχρεώθηκε να διακόψει την παραγωγή των πρακτικά «χειροποίητων» αυτοκινήτων και να απολύσει την συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, ενώ η εταιρία του τέθηκε υπό επιτήρηση.
Παρ’ όλα αυτά, επτά από τα 37 αυτοκίνητα που είχαν συνολικά κατασκευαστεί μέχρι τη στιγμή εκείνη, παρουσιάστηκαν και πάλι στην πίστα της Ινδιανάπολης, σε μια προσπάθεια του Tucker να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα. Από το καλοκαίρι του ’48 έως το τέλος του ίδιου χρόνου, άλλα 13 αυτοκίνητα κατασκευάστηκαν από τα μηχανικά μέρη που είχαν απομείνει στη γραμμή παραγωγής μετά το καθεστώς επιτήρησης.
Το εργοστάσιο έκλεισε οριστικά το 1949 και ο Tucker μαζί με αρκετούς από τους συνεργάτες του δικάστηκαν από το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, κατηγορούμενοι για 31 αδικήματα, αλλά αθωώθηκαν πανηγυρικά από όλες τις κατηγορίες. Ωστόσο, ήταν ήδη πολύ αργά.
Το Torpedo ήταν το σωστό προϊόν, τη σωστή στιγμή, αλλά στον λάθος τόπο. Κατά πολλούς, οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες του Ντιτρόιτ («Big Three» – Chrysler, Ford, General Motors) ήταν αυτές που δεν επέτρεψαν στον Tucker να προχωρήσει στην μαζική παραγωγή του, κάτι που ο ίδιος είχε δηλώσει ευθέως.
Από τα 51 Tucker που κατασκευάστηκαν (τα 50 της πιλοτικής παραγωγής που μάλιστα είχαν κατασκευαστικές διαφορές μεταξύ τους και το αρχικό πρωτότυπο της παρουσίασης), σήμερα υπάρχουν ακόμη τα 47 και ανήκουν είτε σε μουσεία είτε σε ιδιωτικές συλλογές. Ο ίδιος ο Tucker πέθανε το 1956 σε ηλικία μόλις 53 ετών, απόλυτα δικαιωμένος στα μάτια του κόσμου, που «είδε» πίσω από την δίωξη του τον δάκτυλο των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών και της αμερικάνικης κυβέρνησης, που είχαν για σύμμαχό τους μέρος του Τύπου.
Και, για τους πεσιμιστές, ο Tucker «τα έβαλε» με τους ισχυρούς και έχασε. Ωστόσο, για τους οπτιμιστές, έκανε αυτό ακριβώς που έπρεπε: Κυνήγησε το όνειρό του.